-
81 δια-πυριάω
δια-πυριάω, erhitzen, Hippocr.
-
82 δια-πυρίζω
δια-πυρίζω, dasselbe, Hesych. διοργισϑῆναι.
-
83 δια-πυκτεύω
δια-πυκτεύω, im Faustkampfe wetteifern, kämpfen, τινί, mit Einem, Xen. Cyr. 7, 5, 53; übh. sich streiten, τινί, Luc. Gall. 22.
-
84 δια-πυνθάνομαι
δια-πυνθάνομαι (s. πυνϑάνομαι), durchforschen, -fragen, τί, Plat. Conv. 172 a; τοῦ ϑεοῦ, πῶς χρή Rep. V, 469 a; sich genau nach etwas erkundigen, Xen. Hell. 5, 4, 2; τί τινος, Plut. Cat. min. 16; Rom. 8.
-
85 δια-πωρόομαι
δια-πωρόομαι, pass., eine Schwiele bekommen, Hippocr.
-
86 δια-πωλέω
δια-πωλέω, (vereinzelt) verkaufen, Xen. Hell. 4, 6, 6 u. Sp., wie Plut. Oth. 4.
-
87 δια-πόπτω
δια-πόπτω, durchhauen, zerschlagen; μοχλόν Thuc. 2. 4; ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖϑρα Xen. An. 7, 1, 17; ofter Pol., z. B. 7, 18. 2; durchbrechen, τὰς τάξεις Xen. An. 1, 8, 10; wie τοὺς πολεμίους Plut. Pelop. 17; Pol. 3. 74. 4; συμμα χίαν, συνϑήκας, brechen, 4, 36. 2. 18, 25, 3; τὰς διαλύσεις, abbrechen, 1, 69, 5; übh. = verwunden; bes. von tiefen Wunden, Medic.; μηροὺς καὶ βραχίονας διακικομμένος Plut. Eum. 7; – trennen, καὶ διΐστη Plut. Pomp. 19. – Auch intr., durchbrechen, Xen. Hell. 7. 5, 23; sich durchschlagen, διακεκοφότας Cyr. 3, 3, 66; vgl. βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελϑεῖν Luc. Nigr. 37.
-
88 δια-πόρφυρος
δια-πόρφυρος, mit Purpur untermischt, Diosc.
-
89 δια-πόρευσις
δια-πόρευσις, ἡ, das Durchreisen, Suid.
-
90 δια-πόρθμευσις
δια-πόρθμευσις, ἡ, das Ueberfahren, Sp.
-
91 δια-πόμπιμος
δια-πόμπιμος, übergesetzt, versandt; D. Sic. 2, 49; Opp. Cyn. 3, 47.
-
92 δια-πόμπησις
δια-πόμπησις, ἡ, dasselbe, Clem. Al.
-
93 δια-πόντιος
δια-πόντιος, 1) jenseits des Meeres, γᾶ Aesch. Ch. 847; πόλεμος, mit überseeischen Feinden, Thuc. 1, 141, wie Pol. 1, 71. 18, 18; στρατεία Xen. Hell. 6, 2, 9, wie Plut. Alc. 19; ἀρχή, überseeische Provinz. Dion. Hal. 7, 71; σύμμαχοι D. Sic. 11, 37 u. a. Sp. – 2) über das Meer hin; δ. πέτεται Alexis Ath. IV, 165 a; πλευσοῦμαι δ. Theocr. 14, 55; Plut.
-
94 δια-πόνησις
δια-πόνησις, ἡ, das Durcharbeiten, die Uebung, Bereitung, Plut. u. a. Sp.
-
95 δια-πύω
δια-πύω, zum Eltern bringen.
-
96 δια-πύησις
δια-πύησις, ἡ, das Durchbrechen des Eiters, Hippocr.
-
97 δια-πύθω
δια-πύθω, durchfaulen.
-
98 δια-πύλιον
δια-πύλιον, τό, der Thorzoll, Arist. Oec. 2, 14.
-
99 δια-πύημα
-
100 δια-παπταίνω
δια-παπταίνω, scheu umhersehen, πρὸς ἄλλον ἄλλοτε τῶν ἡγεμόνων Plut. Fab. 11.
См. также в других словарях:
Δία — Δίᾱ , Δίη fem nom/voc/acc dual Δίᾱ , Δίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — through indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δῖα — neut nom/voc/acc pl Δῖον neut nom/voc/acc pl Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
Δίᾳ — Δίαι , Δίη fem nom/voc pl Δίᾱͅ , Δίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια … Dictionary of Greek
Διᾶ — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διά — Ζεύς dyaús masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖα — δῖος heavenly fem nom/voc sg (epic) δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl δῖος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δία — δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc/acc dual δί̱ᾱ , δῖος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)