-
1 δια-πύησις
δια-πύησις, ἡ, das Durchbrechen des Eiters, Hippocr.
-
2 διαπύησις
δια-πύησις, ἡ, das Durchbrechen des Eiters
См. также в других словарях:
πύηση — η / πύησις, ήσεως, ΝΑ σχηματισμός πύου, διαπύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυῶ, μτγν. τ. τών συνθ. δια πύησις, ἐμ πύησις, κ.λπ.] … Dictionary of Greek