-
1 δια-πόντιος
δια-πόντιος, 1) jenseits des Meeres, γᾶ Aesch. Ch. 847; πόλεμος, mit überseeischen Feinden, Thuc. 1, 141, wie Pol. 1, 71. 18, 18; στρατεία Xen. Hell. 6, 2, 9, wie Plut. Alc. 19; ἀρχή, überseeische Provinz. Dion. Hal. 7, 71; σύμμαχοι D. Sic. 11, 37 u. a. Sp. – 2) über das Meer hin; δ. πέτεται Alexis Ath. IV, 165 a; πλευσοῦμαι δ. Theocr. 14, 55; Plut.
-
2 διαπόντιος
δια-πόντιος, (1) jenseits des Meeres; πόλεμος, mit überseeischen Feinden; ἀρχή, überseeische Provinz. (2) über das Meer hin -
3 μυχός
μυχός, ὁ, plur. auch τὰ μυχά, D. Per. 117, der inner ste Ort im Hause, der abgelegenste Winkel; λέκτο μυχῷ δόμου, Il. 22, 440, öfter; μυχῷ σπείους, Od. 5, 226, ἄντρου, 15, 363; μυχῷ ϑαλάμων ἥμεϑα, 23, 41; ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, von der Schwelle bis ins Innerste, 7, 87. 96; auch μυχῷ Ἄργεος, im innersten Winkel von Argos, Il. 6, 152 Od. 3, 263. So auch Pind., ἐς ϑαλάμου μυχὸν εὐρύν, N. 1, 42, μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος, Ol. 11, 34, u. so Κορίνϑου, vom Isthmus, N. 10, 42, Ἀρκαδίας ἀπὸ πολυγνάμπτων μυχῶν, Ol. 3, 28, öfter; auch ἐς μυχοὺς ἁλός, P. 6, 12, vom Meerbusen, der sich tief ins Land hineinzieht, wie Her. 2, 11. 4, 21; vgl. μυχὸς τοῦ λιμένος Thuc. 7, 4; oft bei Tragg.; ἄντρων, Aesch. Prom. 134; κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, 431; πόντιος, 841; ἀπαλλάσσεσϑε μαντικῶν μυχῶν, Eum. 171; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω ϑεοῦ, Soph. Ai. 568; übertr., ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή, Phil. 1001; ἐν μυχῷ χϑονός, Eur. Suppl. 545, öfter; auch ἐν Αὐλίδος μυχοῖς, I. A. 660, Ἑλλάδος, Cycl. 290, öfter von der Unterwelt; sp. D.; ὀρέων, Schlucht, Xen. An. 4, 1, 7; Luc. Alex. 13 Tim. 22.
См. также в других словарях:
μεταπόντιος — μεταπόντιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἣ διὰ μέσου τῆς θαλάσσης, ο πελάγιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πόντιος (< πόντος)] … Dictionary of Greek
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek