-
1 διά-νημα
διά-νημα, τό, das Gespinnst, der Faden, Plat. Polit. 309 b.
-
2 διάνημα
διά-νημα, τό, das Gespinnst, der Faden -
3 διανημα
-
4 νέω 2
νέω 2Grammatical information: v.Meaning: `spin'.Other forms: 3. sg. νῃ̃ (νῆ, νεῖ; Hes. Op. 777), 3. pl. νῶσι (Ael., Poll.), ipf. ἔννη (Aeol.; Hdn., EM), inf. νῆν, ptc. νῶντα (H.), νώμενος (Poll.); besides νήθω (Cratin., Pl., LXX); aor. νῆσαι, - ασθαι (since η 198); νῶσαι (Eup. 319; ptc.pl. f.?; Meineke νῆσαι), pass. νηθῆναι and fut. νήσω (Att.), perf. midd. νένησμαι (late).Derivatives: νῆμα n. `tectile fabric, thread' (Od.) with νηματ-ικός `consisting of threads' (Ath. Mech.), - ώδης `fibrous' (Plu.); νῆσις f. `spinning' (Pl.); νῆτρον n. `distaff' (Suid.); νήθουσα f. plantname s.s.v.Etymology: On the dental enlargement in νή-θω cf. κνή-θω (: κνῆ-ν), πλή-θω (: πλῆ-το) a.o. (Schwyzer 703). -- From ἔ-ννη and ἐΰ-ννητος `well spun' (Hom.) appears an orig. sn-, which is also seen in MIr. snīid `spinns, restores' and perh. in Lat. nē-re `spin'; an s-less form is however ascertained a.o. by German., e.g. OHG nā-en `sew'. Monosyllabic νῃ̃ can stand for *σνηι-ει and can be compared directly with Skt. snāy-ati `winds around, clothes' and with Lat. neō \< * snēi-ō (on the stem s. below). Like ἔ-ννη from * e-snē can νῆ also be athematic (Schwyzer 675). But νῶσι, νῶντα, νώμενος are rather thematic from *νη-ουσι, *νή-οντα, *νη-όμενος than with old ō-ablaut, which however occurs frequently outside Greek, e.g. in Latv. snāju, snāt `wind together loosely, e.g. spinning' and in several nouns like OIr. snāthe `thread', OGutn. snōÞ `cord' = OE snōd `headband' (OHG snuor ' Schnur' is polyinterpret.). Beside IE snē-: snō- there are, esp. in Balto-Slav., forms with ī-vowel, e.g. Russ. nitь `thread'; for νῃ̃ \< *σνηι-ει, snāyati (beside snāy-u- `band, sinew'), Lat. neō, remains beside the explanation as yotpresent also an old longdiphthong to be sonsidered [improbable]. -- With νῆμα agrees Lat. nēmen n. `phantom', which is however a young formation; OCS snopь `sheaf, band', compared by Specht KZ 68, 123 is far away. Also the genetically identical νῆσις and OHG nāt ' Naht' are rather parallel innovations. -- WP. 2, 694f., Pok. 973, W.-Hofmann s. neō, Vasmer s. nítь, Fraenkel Wb. s. nýtis; everywhere further forms and rich literature.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νέω 2
См. также в других словарях:
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μοίρες — I Στην αρχαία Ελλάδα οι τρεις θεότητες που καθόριζαν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο όρος Μοίρες προέρχεται από τη λέξη «μοίρα», τμήμα δηλαδή ενός όλου, μέρος, το μερίδιο που ανήκει στον καθένα, γιατί οι Μ. «μοίραζαν» τα κακά ή τα καλά στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek