-
1 διάσημος
[диасимос] επ. знаменитый, известный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάσημος
-
2 видный
видный (выдающийся) έξοχος, διάσημος' ξακουστός (известный)* * *( выдающийся) έξοχος, διάσημος; ξακουστός ( известный) -
3 выдающийся
выдающийся διακεκριμένος, διάσημος (тк. о- человеке )' εξαίρετος (замечательный)* * *διακεκριμένος διάσημος (тк. о человеке); εξαίρετος ( замечательный) -
4 знаменитый
-
5 знатный
-
6 известный
известный 1) γνωστός 2 (знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος 3) (определённый ) ορισμένος* * *1) γνωστός2) ( знаменитый) ξακουστός, διάσημος, φημισμένος3) ( определённый) ορισμένος -
7 знаменитостьый
знаменитость||ыйприл διάσημος, φημισμένος, ἐπιφανής:\знаменитостьыйый поэт ὁ διάσημος ποιητής. -
8 известный
извест||ныйприл1. (знакомый) γνωστός:вам \известныйеи этот человек? σᾶς εἶναι γνωστός αὐτός ὁ ἀνθρωπος;·2. (знаменитый) διάσημος, ὁνομαστός, ἐνδοξος:\известныйный художник ξακουστός καλλιτέχνης· это \известныйный скрипач εἶναι διάσημος βιολιστής·3. (определенный) ὁρισμένος:с \известныйной целью μέ ὁρισμένο σκοπό· в \известныйный час σέ ὁρισμένη ὠρα·4. (некоторый) κάποιος, μερικός:в \известныйных случаях σέ μερικές περιπτώσεις. -
9 знаменитость
-и θ.1. καλή φήμη, εύκλεια, κλέος.2. διάσημος άνθρωπος•он стал -ью αυτός έγινε διάσημος.
-
10 видный
ви́дн||ыйприл1. (видимый) ὁρατός:быть \видныйым εἶμαι ὁρατός·2. (выдающийся) διακεκριμένος, ἐξέχων, περιφανής, διάσημος:\видный ученый ὁ διακεκριμένος ἐπιστήμονας· \видныйое положение ἡ ἐξέχουσα (διακεκριμένη) θέση·3. (рослый, статный) разг λεβέντης, μέ καλή κορμοστα-σιά. -
11 выдающийся
выдающийся1. прич. от выдаваться·2. прил (замечательный) διακεκριμένος, διαπρεπής, ἐπιφανής, διάσημος (о человеке)/ ἀξιοσημείωτος, ἀξιόλογος (о событии). -
12 знаменитость
знаменитостьж ἡ φήμη, ἡ διασημό-τητα [-ης]:стать \знаменитостьостью γίνομαι διάσημος. -
13 знатный
знатныйприл1. (о выдающихся людях) διάσημος, διαπρεπής, διακεκριμένος:\знатный сталевар διακεκριμένος χύτης·2. уст. (принадлежащий к знати) εὐγενής, εὐπατρίδης, ἀριστοκρατικός:\знатный род γένος εὐγενών, ἀριστοκρατική οίκογέ-νεια. -
14 пресловутый
пресловутыйприл ирон. περιβόητος, διάσημος. -
15 славиться
славить||ся(чем-л.) φημίζομαι, εἶμαι διάσημος, εἶμαι ὁνομαστός. -
16 славный
славн||ыйприл1. (знаменитый) ἔνδοξος, διάσημος·2. (хороший) разг περίφημος, ἔξοχος, ἐξαίρετος:\славныйый милый περίφημο παιδί. -
17 ученый
учен||ый1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:\ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας. -
18 знатный
[ζνάτνυΐ] εκ. διάσημος -
19 знатный
[ζνάτνυϊ] επ διάσημος -
20 видный
επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.1. ορατός, θεατός•дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.
|| περίοπτος, περίβλεπτος•-ое место περίοπτη θέση.
2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.
3. ψηλόσωμος•видный мужчина ψηλός άντρας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάσημος — clear masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσημος — η, ο (AM διάσημος, ον) 1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος 2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημα διακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.) αρχ. 1. καταφανής, διαυγής, σαφής 2. (για ήχο)… … Dictionary of Greek
διάσημος — η, ο ονομαστός, γνωστός και δημοφιλής σε όλους: Τα περιοδικά γράφουν για πολλούς διάσημους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασημότερον — διάσημος clear adverbial comp διάσημος clear masc acc comp sg διάσημος clear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημοτάτων — διάσημος clear fem gen superl pl διάσημος clear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημοτέρων — διάσημος clear fem gen comp pl διάσημος clear masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημότατα — διάσημος clear adverbial superl διάσημος clear neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασημότατον — διάσημος clear masc acc superl sg διάσημος clear neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασήμως — διάσημος clear adverbial διάσημος clear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσημον — διάσημος clear masc/fem acc sg διάσημος clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυργοτέλης — Διάσημος δακτυλιογλύφος και σφραγιδογλύφος, που αναφέρεται από τον Πλίνιο και τον Αππούλιο. Είχε χαράξει κατά θαυμάσιο τρόπο την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου πάνω σε σμαράγδι. Δεν αναφέρεται κανένα άλλο έργο του. Έχουν βρεθεί μερικοί… … Dictionary of Greek