-
1 έξοχος
[эксохос] επ. превосходный, великолепный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έξοχος
-
2 видный
видный (выдающийся) έξοχος, διάσημος' ξακουστός (известный)* * *( выдающийся) έξοχος, διάσημος; ξακουστός ( известный) -
3 превосходный
-
4 прекрасный
прекрасный 1) (красивый) ωραίος, όμορφος 2) (отличный) έξοχος, υπέροχος* * *1) ( красивый) ωραίος, όμορφος2) ( отличный) έξοχος, υπέροχος -
5 превосходный
1. (очень хороший, замечательный) υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός 2. грам. υπερθετικός· - ая степень - βαθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > превосходный
-
6 гений
генийм ἡ μεγαλοφυία, ἡ ίδιοφυΐα, ὁ Εξοχος νους, τό δαιμόνιο· ◊ добрый \гений τό ἀγαθό πνεΰμα, τό καλό δαιμόνιο· злой \гений τό κακό πνεΰμα, ὁ κακός δαίμων. -
7 славный
славн||ыйприл1. (знаменитый) ἔνδοξος, διάσημος·2. (хороший) разг περίφημος, ἔξοχος, ἐξαίρετος:\славныйый милый περίφημο παιδί. -
8 совершенный
совершенн||ый I1. прил (превосходный) τέλειος, ἔξοχος, ἄριστος·2. (абсолютный) ἀπόλυτος, πλήρης:\совершенныйая правда ἡ πλήρης ἀλήθεια· \совершенный дурак βλάκας μέ περικεφαλαία.совершенн||ый IIприл грам.:\совершенный вид ἡ τετελεσμένη μορφή· прошедшее \совершенныйое ὁ ἀόριστος (χρόνος). -
9 славный
[σλάβνυΐ] επ. ένδοξος, έξοχος -
10 славный
[σλάβνυϊ] επ ένδοξος, έξοχος -
11 блестящий
επ., βρ: -тящ, -а, -еλαμπρός, σπινθηροβόλος•-ие глаза σπινθηροβόλα μάτια.
|| μτφ. πολυτελής•блестящий наряд λαμπρή στολή.
|| εξαιρετικός, έξοχος, υπέροχος•блестящий оратор υπέροχος ρήτορας•
блестящий успех λαμπρή επιτυχία.
-
12 выдающийся
επ. από μτχ.έξοχος, διακεκριμένος, υπέροχος, εξαιρετικός•выдающийся ученый διακεκριμένος επιστήμονας•
-ееся произведение υπέροχο έργο.
-
13 дивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. εκπληκτικός, καταπληκτικός.2. θαυμάσιος, έξοχος, υπέροχος, εξαίσιος. -
14 замечательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. εξαιρετικός, εξαίρετος, εξαίσιος, έξοχος, θαυμάσιος, υπέροχος, περίφημος, έκτακτος.2. εντυπωσιακός, αξιοπρόσεχτος. -
15 знаменитый
επ., βρ: -нит, -а, -о.1. διάσημος, ξακουστός, περιφανής• διακεκριμένος•знаменитый учный διακεκριμένος επιστήμονας•
знаменитый оратор ξακουστός ρήτορας.
2. έξοχος, υπέροχος. -
16 мастер
-а, πλθ. -а α.1. μάστορας, -ης, έμπειρος τεχνίτης•оружейный мастер οπλοποιός• οπλοδιορθωτής•
сапожный мастер υποδηματοποιός•
часовой мастер ωρολογάς.
2. δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, τεχνίτης•мастер художественного слова λογοτέχνης•
-а искусства οι καλλιτέχνες.
3. αρχιτεχνίτης, μάστορας.4. έξοχος (τίτλος αθλητικός ή σκακιστή)•заслуженный мастер спорта διακεκριμένος αθλητής.
εκφρ.мастер своего дела – δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του•мастер на все руки – πολυτεχνίτης• χρυσοχέρης. -
17 неблестящий
επ., βρ: -тящ, -а, -еόχι λαμπρός, μη έξοχος• μέτριος•дела мой -и οι υποθέσεις μου δεν πάνε και τόσο καλά.
-
18 недюжинный
επ.έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός•-ые способности εξαιρετικές ικανότητες•
недюжинный ум ιδιοφυία.
-
19 незаурядный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноεξαιρετικός, έξοχος, διακεκριμένος, επιφανής. -
20 несравненный
επ., βρ: -ннен, -ненна, -о; ασύγκριτος, έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔξοχος — standing out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… … Dictionary of Greek
έξοχος — η, ο επίρρ. α 1. (για ανθρώπους), που εξέχει, που υπερέχει, εξαιρετικός, άριστος: Έξοχος ποδοσφαιριστής. 2. (για πράγματα), που έχει άριστη ποιότητα, εκλεκτός, πολύ καλός: Έξοχο ούζο. 3. το υπερθ., εξοχότατος ως τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξοχώτερον — ἔξοχος standing out masc acc comp sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc comp sg ἔξοχος standing out adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχωτάτων — ἔξοχος standing out fem gen superl pl ἔξοχος standing out masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχωτέρων — ἔξοχος standing out fem gen comp pl ἔξοχος standing out masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχώτατα — ἔξοχος standing out adverbial superl ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχώτατον — ἔξοχος standing out masc acc superl sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόχως — ἔξοχος standing out adverbial ἔξοχος standing out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξοχα — ἔξοχος standing out indeclform (adverb) ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξοχον — ἔξοχος standing out masc/fem acc sg ἔξοχος standing out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)