Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάζευξις

См. также в других словарях:

  • διάζευξις — disjoining fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζεύξει — διάζευξις disjoining fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαζεύξεϊ , διάζευξις disjoining fem dat sg (epic) διάζευξις disjoining fem dat sg (attic ionic) διαζεύγνυμαι aor subj act 3rd sg (epic) διαζεύγνυμαι fut ind mid 2nd sg διαζεύγνυμαι fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζεύξεις — διάζευξις disjoining fem nom/voc pl (attic epic) διάζευξις disjoining fem nom/acc pl (attic) διαζεύγνυμαι aor subj act 2nd sg (epic) διαζεύγνυμαι fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζεύξεος — διάζευξις disjoining fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζευξιν — διάζευξις disjoining fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полная система (музыка) — Полная система (греч. σύστημα τέλειον, лат. constitutio tota), или Полный звукоряд, в древнегреческой теории музыки (гармонике) звукоряд в полном объёме составляющих его ступеней (в оригинальных терминах «струн»), схематическое представление… …   Википедия

  • разлучение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἐπιξενισμός) пребывание на чужбине; (διάζευξις) разлука …   Словарь церковнославянского языка

  • διάζευξη — η (AM διάζευξις) 1. η διάκριση, η διαφοροποίηση σε δύο ανόμοια ή αντίθετα μέρη 2. το διαζύγιο, η διάλυση τού γάμου αρχ. μσν. διάλυση, λύση συμφωνίας, συνθήκης κ.λπ. αρχ. 1. η αποχή από γυναίκα 2. ο συνδυασμός δύο τετραχόρδων κατά το «διαζευγμένον …   Dictionary of Greek

  • υποδιάζευξις — εύξεως, ἡ, Μ μερική διαχώριση, διάκριση («ἡ διὰ πασῶν συμφωνία, ἥτις καὶ ὑποδιάζευξις λέγεται βαρυτέρα», Παχυμ. Γ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διάζευξις «διάκριση, διαφοροποίηση»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՋԱՏՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0232 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ԱՆՋԱՏՈՒԱԾ ԱՆՋԱՏՈՒԹԻՒՆ ԱՆՋԱՏՈՒՄՆ διαίρεσις, διάζευξις, διακοπή divisio, disjunctio, sectio Անջատելն, իլն. զատումն. որոշումն. բաժանումն. բաժին. մասն. *Ութերեակն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆՋԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0232 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c գ. ԱՆՋԱՏՈՒԱԾ ԱՆՋԱՏՈՒԹԻՒՆ ԱՆՋԱՏՈՒՄՆ διαίρεσις, διάζευξις, διακοπή divisio, disjunctio, sectio Անջատելն, իլն. զատումն. որոշումն. բաժանումն. բաժին. մասն. *Ութերեակն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»