Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δι'+ἡμερῶν

См. также в других словарях:

  • ἡμερῶν — ἡμέρα day fem gen pl (ionic) ἡμερόω tame pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἡμερόω tame pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἡμερόω tame pres part act masc nom sg ἡμερόω tame pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρων — ἥμερος tame fem gen pl ἥμερος tame masc/neut gen pl ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἡμερόω tame imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • εβδομάδα — Χρονικό διάστημα επτά ημερών. Η διαίρεση του έτους σε ε. προέρχεται πιθανότατα από τους Χαλδαίους, η χρήση όμως της ε. συναντάται ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στους Βαβυλωνίους, τους Αιγυπτίους, τους Πέρσες και τους Κινέζους. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»