-
1 δημο-τελής
-
2 δημοτελής
A at the public cost,θυσίη Hdt.6.57
, cf. Pl.Lg. 935b, Plb.6.53.6, CIG3493.7 ([place name] Thyatira);ἑορτή Th.2.15
, cf. OGI56.41 (iii B. C.); πανάγυριν δαμοτέλην (sic) IG12(2).645.44 ([place name] Nesus); δ. ἱερὰ τελεῖν Orac. ap. D.21.53.II epith. of Demeter, IG12(7).4.5 ([place name] Amorgos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοτελής
-
3 δημοτελής
δημο-τελής, ές, auf Staatskosten, öffentlich -
4 δημοτελης
2совершаемый на общественные средства, общественный(θυσία Her., Plat., Plut.; ἑορτή Thuc.; ἱερά Aeschin., Dem.; πομπή Luc.; δεῖπνα Plut.)
См. также в других словарях:
ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… … Dictionary of Greek
λιποτελής — και λειποτελής, ές (Α) αυτός που καθυστερεί την καταβολή τελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τελής(< τέλος), πρβλ. δημο τελής, κοινο τελής] … Dictionary of Greek
λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
φοροτελής — ές, Μ αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + τελής (< τέλος), πρβλ. δημο τελής] … Dictionary of Greek
χρυσοτελής — ές, Μ αυτός που πληρώνει χρυσοτέλεια*, που καταβάλλει φόρους σε χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. δημο τελής] … Dictionary of Greek