-
1 δημοσία
δημοσίᾱ, δημόσιοςbelonging to the people: fem nom /voc /acc dualδημοσίᾱ, δημόσιοςbelonging to the people: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δημοσίᾱͅ, δημόσιοςbelonging to the people: fem dat sg (attic doric aeolic)δημοσίᾳindeclform (adverb) -
2 δημοσίᾳ
δημοσίᾳ (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποϑνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.
-
3 δημοσίᾳ
δημοσίᾳ adv. (ant. ἱδία.) от имени государства, на общественный счет, публично -
4 δημοσίᾳ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοσίᾳ
-
5 δημοσίᾳ
δημοσίᾳ (s. δημόσιος), öffentlich; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; ἀποϑνήσκειν, d. i. durch Henkershand -
6 δημοσια
I.дор. δᾱμοσία ἥ (sc. σκηνή)( у спартанцев) царская палатка
οἱ περὴ δαμοσίαν Xen. — царские советникиII.ион. δημοσίῃ adv.1) в общественном порядке, от лица государства(δ. μὲν οὐ, ἰδίᾳ δέ Thuc.; ἀσκεῖν δ. τὰ πρὸς τὸν πόλεμον Xen.)
2) на общественный или государственный счет(θάψαι τινά Her.; τιμᾶν τοὺς ἀποθανόντας Thuc.)
3) по решению или с разрешения государства4) по приговору суда(ἀποκτιννύναι τινά Plat.; τεθνάναι Xen., Dem.)
III.Iτά1) общественная казна, государственные доходы Arph., Arst., Polyb.2) государственные дела(τὰ δ. πράττειν Plut.)
IIadv. Arph. = δημοσίᾳ См. δημοσια 2 -
7 δημοσίᾳ
Βλ. λ. δημοσία -
8 δημόσια
1. η публичная женщина, проститутка;2. τα дома терпимости, публичные дома -
9 δημοσία
επίρρ. публичноδημοσιά3η шоссе -
10 δημόσια
δημόσιοςbelonging to the people: neut nom /voc /acc pl -
11 δημόσια
açıktan açιğa, herkesin içinde -
12 δημόσια τάξη
jавен редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δημόσια τάξη
-
13 δημόσια έσοδα
jавни приходиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δημόσια έσοδα
-
14 δημόσια τάξη
jавниот редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δημόσια τάξη
-
15 δημοσίαι
δημοσίᾱͅ, δημόσιοςbelonging to the people: fem dat sg (attic doric aeolic)δημοσίᾳ, δημοσίᾳindeclform (adverb) -
16 δημοσίας
δημοσίᾱς, δημόσιοςbelonging to the people: fem acc plδημοσίᾱς, δημόσιοςbelonging to the people: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 публично
δημόσια, δημοσίως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > публично
-
18 δημοσίαν
δημοσίᾱν, δημόσιοςbelonging to the people: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 δημόσι'
δημόσια, δημόσιοςbelonging to the people: neut nom /voc /acc plδημόσιε, δημόσιοςbelonging to the people: masc voc sgδημόσιαι, δημόσιοςbelonging to the people: fem nom /voc pl -
20 δημόσιος
α, ο [ία, ον]1) общественный; публичный, народный;δημόσια ασφάλεια — общественная безопасность;
δημόσια έργα — общественные работы;
δημόσια περιουσία — общественное имущество;
δημόσία αγόρευσις — публичное выступление;
δημόσια μομφή ( — или κατάκριση) — общественное порицание;
δημόσια εκπαίδευση — народное образование;
2) государственный;δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий;
§ δημόσιος δρόμος — или δημόσία οδός — шоссе
См. также в других словарях:
δημοσία — δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc/acc dual δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσίᾳ — δημοσίᾱͅ , δημόσιος belonging to the people fem dat sg (attic doric aeolic) δημοσίᾳ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * η ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία… … Dictionary of Greek
δημοσιά — η δημόσιος, φαρδύς δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο: Κάθε απόγευμα, η δημοσιά γεμίζει από τα κοπάδια που επιστρέφουν στο χωριό μετά τη βοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… … Dictionary of Greek
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek
δημόσια επιχείρηση — Με την ευρεία έννοια ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, της οποίας φορέας από οικονομική άποψη είναι το κράτος ή άλλος οργανισμός δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή, δ.ε. θεωρούνται όχι μόνο οι δημόσιες… … Dictionary of Greek
Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού — (ΔΕΗ). Βλ. λ. ηλεκτρισμός. Tο 1950 δημιουργήθηκε μία από τις σημαντικότερες δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας μας, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)· στη φωτογραφία, ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Λούρου την εποχή έναρξης της λειτουργίας του, το … Dictionary of Greek
δημόσια πίστη — Η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια εξουσία και στα πολιτειακά όργανα. Η διατάραξη ή ο κλονισμός αυτής της πίστης αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα, όταν γίνεται με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή με φήμες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες… … Dictionary of Greek
δημόσια συνάθροιση — Η συγκέντρωση ενός αριθμού προσώπων για την υποστήριξη μιας άποψης και την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθως πολιτικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο πολιτιστικός ή και εθνικός. Για την επιτυχία της δ.σ. πρέπει να υπάρχει… … Dictionary of Greek
δημοσία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * βλ. δημόσιος … Dictionary of Greek