См. также в других словарях:
ολκήεις — ὁλκήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έλκει την πλάστιγγα, δηλ. ο βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] … Dictionary of Greek
ολκήεις — ὁλκήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έλκει την πλάστιγγα, δηλ. ο βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκή + κατάλ. ήεις (πρβλ. οπλ ήεις)] … Dictionary of Greek