Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δηλήμων

См. также в других словарях:

  • δηλήμων — δηλήμων, ον (Α) [δηλέομαι (Ι)] αυτός που φέρνει φθορά, ο βλαπτικός, ο ολέθριος …   Dictionary of Greek

  • δηλήμων — baneful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμονα — δηλήμων baneful neut nom/voc/acc pl δηλήμων baneful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμονας — δηλήμων baneful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμονες — δηλήμων baneful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμονι — δηλήμων baneful dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμονος — δηλήμων baneful gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμοσι — δηλήμων baneful dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμοσιν — δηλήμων baneful dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλήμον' — δηλήμονα , δηλήμων baneful neut nom/voc/acc pl δηλήμονα , δηλήμων baneful masc/fem acc sg δηλήμονι , δηλήμων baneful dat sg δηλήμονε , δηλήμων baneful nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»