Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δηλωτικός

См. также в других словарях:

  • δηλωτικός — indicative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικός — ή, ό (AM δηλωτικός, ή, όν) [δηλώ] Ι. 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται σε δήλωση, όποιος χρησιμεύει για δήλωση 2. αυτός που γνωστοποιεί, ο ενδεικτικός, ο προειδοποιητικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. δηλωτικό (ενν. έγγραφο) το έγγραφο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δηλωτικός — ή, ό ο ενδεικτικός κάποιου πράγματος, αυτός που φανερώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι δηλωτικές των σκέψεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δηλωτικά — δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc pl δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc/acc dual δηλωτικά̱ , δηλωτικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικώτερον — δηλωτικός indicative adverbial comp δηλωτικός indicative masc acc comp sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικῶν — δηλωτικός indicative fem gen pl δηλωτικός indicative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικόν — δηλωτικός indicative masc acc sg δηλωτικός indicative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικαί — δηλωτικός indicative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικοῖς — δηλωτικός indicative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικοί — δηλωτικός indicative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλωτικοῦ — δηλωτικός indicative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»