-
1 προ-δηλωτικός
προ-δηλωτικός, ή, όν, vorheranzeigend, τινός, Plat. defin. 414 b. – Adv., Sp.
-
2 προδηλωτικός
προ-δηλωτικός, ή, όν, vorheranzeigend -
3 προδηλωτικος
1 προ-δηλωτικός
προ-δηλωτικός, ή, όν, vorheranzeigend, τινός, Plat. defin. 414 b. – Adv., Sp.
2 προδηλωτικός
3 προδηλωτικος