-
1 δηλαδή
δηλᾰδή (cf.Aδῆλος 11.4
), Adv. clearly, manifestly, Epich.149, S.OT 1501, E.IA 1366, Timocl.3 D., etc.: ironically, προφάσιος τῆσδε δηλαδή on this pretext forsooth, Hdt.4.135: freq. in answers,οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;—δηλαδή
yes plainly, of course,Ar.
V. 441: but better written divisim in such phrases asἢ δῆλα δὴ ὅτι..; Pl.Prt. 309a
, etc.; cf.δῆλα δὴ καὶ ταῦτα Id.Cri. 48b
. -
2 δηλαδη
(тж. δῆλα δή) совершенно ясно, очевидно, разумеется, конечно, безусловно Soph., Eur., Her., Arph., Plat., Men. -
3 δηλαδή
δηλαδήclearly: indeclform (adverb) -
4 δηλαδή
δηλαδή (Epicharm., Fgm. 149, 1 Kaibel; Hdt. et al.; pap, TestSol 10:25 C; Just., D. 5, 1; Tat. 21, 3) adv. pert. to being readily perceived by the mind, obviously, plainly Papias (4).—DELG s.v. δή. -
5 δηλαδή
επίρρ.1) то есть; а именно;να έρθουν και οι φίλοι σου, δηλαδή ο Κώστας κι' ο Νίκος — придут и твой друзья, Костас и Никос;
2) значит; иными словами;δηλαδή δεν θέλει — значит, он не хочет;
3):τί δηλαδή...; — что же...?;
τί δηλαδή εννοεί; — что же он подразумевает?;
τί δηλαδή να κάνω; — а что же я должен делать?
-
6 δηλαδή
[дилади] σύνδ то есть. -
7 δηλαδή
e's a dir -
8 δηλαδή
δηλα-δή, natürlich, versteht sich, allerdings, oft ironisch -
9 δηλαδή
yani, demek, demek ki -
10 χέρσος
χέρσος, ἡ, auch ὁ, att. χέῤῥος, 1) das feste Land, im Ggstz des Wassers, bes. des Meeres; oft bei Hom., bei dem das Genus nicht zu erkennen ist; οὔτε ϑαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il. 14, 394; ἐν πόντῳ im Ggstz von ἐπὶ χέρσου Od. 10, 459, vgl. 11, 401; κύματα μακρὰ κυλινδομενα προτὶ χέρσον 9, 147; ἐν πόντῳ νᾶες, ἐν χέρσῳ πόλεμοι Pind. Ol. 12, 3, u. öfter, wie Tragg., z. B. Aesch. Pers. 693. 852 Ag. 544 Eur. Hipp. 149 I. T. 884; im Ggstz von ἅλς Bian. 2 (IX, 227), ἐπὶ τῆς χέρσου D. Sic. 1, 87. – Bes. auch unbebau'tes, wüstes, unfruchtbares Land, Sp. – 2) als adj., festländisch; Her. 2, 99; χέρσος Εὐρώπα, das Festland von Europa, Pind. N. 4, 20; κονία 9, 43; – unbebau't, wüst, unfruchtbar; τὰ χέρσα Aesch. frg. bei B. A. 1167; Soph. στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Ant. 251; Her. 4, 123; vgl. Inscr. 93; – übertr. vom weiblichen Geschlecht, unverheirathet, kinderlos, δηλαδὴ χέρσους φϑαρῆναι κἀγάμους ὑμᾶς χρεών Soph. O. R. 1502; – übh. leer, τινός, z. B. πυρὰ χέρσος ἀγλαϊσμάτων Eur. El. 323. – Verwandt mit χῆρος, ξηρός, σχερός.
-
11 δηλον-ότι
δηλον-ότι, d. i. δῆλον ὅτι, = δηλαδή, offenbar, versteht sich, allerdings. In den meisten Fällen können beide Wörter für sich gefaßt werden, wenn sie auch dem von ὅτι abhängigen Verbum nachstehen, z. B. ἀλλὰ σὺ δῆλον ὅτι ἐπεκδιδάξεις Plat. Euthyd. 7 a; μετέχον ἂν τοῦ ἑνὸς δῆλον ὅτι ἄλλο ὃν ἢ ἕν, d. i. δῆλον ὅτι ἄλλο ὃν ἢ ἓν μετέχοι ἂν τοῠ ἑνός, Parm. 158 a; doch steht es auch ohne ein solches Verbum, in Antworten, Alexis Ath. XIV, 650 c u. IX, 386 a; wie bei Gramm. oft die Erklärung einführend: das ist, das heißt, nämlich.
-
12 δῆλος
δῆλος (also [dialect] Dor., Archyt.1, Theoc.11.79, etc., and [dialect] Aeol., cf. πρόδηλος), η, ον, also ος, ον E.Med. 1197: [dialect] Ep. [full] δέελος:I prop. visible, conspicuous,δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466
, but:II commonly, clear to the mind, manifest,νῦν δ' ἤδη τόδε δ. Od.20.333
, etc.2 δ. εἰμι is freq. used c. part., δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων i.e. it is clear that he takes it ill, S.Ph. 1011, cf. OT 673, 1008, etc.; οἳ ἂν δ. ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες who are clearly not going to permit, Th. 1.71; withὡς, δ. ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Aj. 326
;δ. ἔσεσθε ὡς ὀργιζόμενοι Lys.12.90
, cf. X.An.1.5.9; δ. ὁρᾶσθαι.. ὤν being as was plainly to be seen, E.Or. 350: with ὅτι and a Verb,δ. ἐστιν ὅτι.. ἀκήκοεν Ar.Pl. 333
;δ. ἡ οἰκοδομία ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο Th.1.9
<*>;δ. ἔσται ὅτι.. Lys.12.50
: sts. the part. or relat. clause must be supplied, καταγελᾷς μου, δ. εἶ (sc. καταγελῶν) Ar.Av. 1407, cf. Id.Lys. 919; δῆλοι δέ (sc. οὐ μένοντες) Th.5.10.3 δῆλον ποιεῖν show plainly,τινὶ ὅτι.. Id.6.34
, etc.: c. part.,δῆλον ἐποιήσατε.. μηδίσαντες Id.3.64
.4 δῆλον (sc. ἐστί) it is manifest,αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον S.Aj. 906
;ἀλγεινά, Πρόκνη, δῆλον Id.Fr. 585
;ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δῆλον Theoc.10.13
; δῆλον δέ, to introduce a proof, folld. by γάρ, Th.1.11, Arist.Col. 799a5, etc.;δῆλον γάρ S.Fr.63
;δῆλον ὅτι Th.3.38
, etc.;τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει X.An.1.3.9
, cf. Cyr.2.4.24, etc., v. δηλονότι: in pl.,δῆλα δή, δ. δ. καὶ ταῦτα Pl.Cri. 48b
;ἢ δ. δ. ὅτι..; Id.Prt. 309a
, etc.: hence as Adv., usu. written δηλαδή (q.v.).5 Adv. δήλως is rejected by [dialect] Att., Poll.6.207. -
13 δηλονότι
См. также в других словарях:
δηλαδή — clearly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… … Dictionary of Greek
δηλαδή — σύνδ. επεξηγηματικός, λοιπόν, σαν να λέμε: Αναφέρεται πάντα σε δύο προϊστάμενους, δηλαδή στο διευθυντή και τον υποδιευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek