-
21 ποικιλος
31) пестрый, пятнистый(παρδαλέη Hom.; δράκων Pind.; νεβρίς Eur.)
2) разноцветный, расшитый или узорчатый(πέπλος Hom.; κιθών Her.)
3) покрытый резьбой, резной, разукрашенный(θώρηξ, δίφρος Hom.)
ποικίλοι τὰ νῶτα Xen. — с татуировкой на спинах4) раскрашенный, расписной(στοά Dem.)
5) разнообразный, различный(νοσήματα, ἡδοναί Plat.; ἐπιθυμίαι NT.)
6) сменяющийся(μῆνες Pind.)
7) изменчивый8) запутанный, сложный, мудреный, замысловатый(ἑλιγμοί Her.; νόμος Plat.; λόγος Arph.)
9) хитроумный, изворотливый, лукавый(Προμηθεύς Hes.; ἀλώπηξ Plat.; βουλεύματα Pind.)
10) искусно сделанный, искусный(δεσμός Hom.)
-
22 πολυδεσμος
-
23 ποσιδεσμος
ὅ связывающий ноги (вымышленное слово, от которого якобы происходит имя Ποσειδῶν) Plat. Γςατωμ. 402 е -
24 συμπλεκτικος
-
25 τετρακνημος
дор. τετράκνᾱμος 2[κνημία]1) с четырьмя спицамиδεσμὸς {. Pind. — узы с четырьмя спицами ( о колесе Иксиона)
2) привязанный к колесу с четырьмя спицами(ἴυγξ Pind.)
-
26 αδιάρρηκτος
η, ο [ος, ον ]1) невзломанный; 2) неразрывный, нерасторжимый, нерушимый;αδιάρρηκτος δεσμός — неразрывная связь;
αδιάρρηκτοςη φιλία — нерушимая дружба;
3) прочный, крепкий, надёжный -
27 γόρδιος
ία, ον:γόρδιος δεσμός — гордиев узел
-
28 συζυγικός
-
29 χαλαρός
η, ό [ά, όν ]1) слабый, свободный, плохо натянутый, ослабленный (о верёвке и т. п.); отпущенный (о поводьях и т.п.); 2) прям., перен. зыбкий, шаткий; неустойчивый;χαλαρός δεσμός — а) слабый узел; — б) некрепкая связь;
χαλαρή στάση — шаткая позиция;
3) рыхлый (о теле); дряблый, вялый, отвислый, обвислый (о коже и т. п.);4) перен. расхлябанный, распущенный;χαλαρά ήθη — распущенность
-
30 1199
{сущ., 20}привязь; мн.ч. узы, оковы.Ссылки: Мк. 7:35; Лк. 8:29; 13:16; Деян. 16:26; 20:23; 22:30; 23:29; 26:29, 31; Флп. 1:7, 13, 14, 16; Кол. 4:18; 2Тим. 2:9; Флм. 1:10, 13; Евр. 10:34; 11:36; Иуд. 1:6. LXX: 631 ( רסא).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1199
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δεσμός — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
δεσμούς — δεσμός band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμόν — δεσμός band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek