-
1 δεραγχη
См. также в других словарях:
τραχηλάγχη — ἡ, Α σχοινί στραγγαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ άγχη] … Dictionary of Greek
1 δεραγχη
τραχηλάγχη — ἡ, Α σχοινί στραγγαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ άγχη] … Dictionary of Greek