-
1 δερ-άγχη
δερ-άγχη, ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
См. также в других словарях:
τραχηλάγχη — ἡ, Α σχοινί στραγγαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ άγχη] … Dictionary of Greek
1 δερ-άγχη
δερ-άγχη, ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
τραχηλάγχη — ἡ, Α σχοινί στραγγαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ άγχη] … Dictionary of Greek