-
1 δεξαμενη
ἥ [δέχομαι]1) водоем, бассейн, цистерна Her., Plat., Arst., Diod.2) филос. вместилище (любых форм), т.е. чистая материя Plat., Plut. -
2 δεξαμενή
η1) бассейн, водоём; пруд; 2) резервуар, цистерна; бак;ιχθυοτρόφος — садок для рыб;3) док;μόνιμος δεξαμενή — сухой док;
πλωτή δεξαμενή — плавучий док
-
3 δεξαμένη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεξαμένη
-
4 δεξαμενή
[дэксамэни] ουσ. Θ. резервуар, цистерна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεξαμενή
-
5 δεξαμενή
[дэксамэни] ουσ θ резервуар, цистерна. -
6 εισαγωγή
η1) введение (внутрь — тж. лекарства); привнесение; вставление, вкладывание;του πλοίου στη δεξαμενή — вход судна в док;2) впуск, допуск;3) ввоз; импорт; 4) представление, рекомендация; внесение на рассмотрение; 5) юр. передача (в суд); привлечение (к суду); 6) введение (новшеств и т. п.); внедрение; 7) поступление; помещение (куда-л.);εισαγωγή μαθητών στη σχολή — поступление учеников в школу;
8) введение, предисловие; вступительное слово;9) муз. увертюра, вступление -
7 ύδρευση
[-ις (-εως)] η1) водоснабжение; 2) водопроводные сооружения, водопроводная система;δεξαμενή ύδρευσης — водонапорная башня
См. также в других словарях:
δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον … Dictionary of Greek
Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)