-
1 δεξαμενή
[дэксамэни] ουσ. Θ. резервуар, цистерна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεξαμενή
-
2 док
док м η δεξαμενή сухой (плавучий) \док η μόνιμη (πλω τή) δεξαμενή* * *мη δεξαμενήсухо́й (плаву́чий) док — η μόνιμη (πλωτή) δεξαμενή
-
3 водоём
-а α.δεξαμενή, στέρνα•естественный водоём φυσική δεξαμενή•
искусственный водоём τεχνητή δεξαμενή.
-
4 докование
мор. о δεξαμενισμός, η εισαγωγή του πλοίου στη δεξαμενή-ть δεξαμενίζω, εισάγω το πλοίο στη δεξαμενήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > докование
-
5 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
6 бак
бак м (для жидкостей) το ντεπόζιτο, η δεξαμενή ο κάδος (для перевозки)* * *м( для жидкостей) το ντεπόζιτο, η δεξαμενή; ο κάδος ( для перевозки) -
7 бассейн
бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη* * *м1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενήпла́вательный бассе́йн — η πισίνα
закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα
2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη -
8 водоём
-
9 пруд
-
10 бак
бак Iм ἡ δεξαμενή, τό ντεπόζιτο / τό καζάνι, ὁ λέβης (для кипячения белья):бензиновый \бак ἡ δεξαμενή βενζίνης.бак IIм мор. τό κατάστρωμα τής πλώρης. -
11 док
докм мор. ἡ δεξαμενή, τό ντοκ, ἡ νεωδόχος:сухой \док τό ντοκ χωρίς νερό· плавучий \док ἡ πλωτή δεξαμενή. -
12 бассейн
-а α.1. δεξαμενή•бассейн для плавания δεξαμενή κολυμβητική.
2. λεκάνη, λεκανοπέδιο. -
13 аванкамера
гидр. η δεξαμενή ανάπαυσης (του ύδατος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аванкамера
-
14 ахтерпик
мор. 1. (отсек) το ακραίο πρυμναίο διαμέρισμα του πλοίου 2. (танк) η πρυμναία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, разг. το άχτερπικ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахтерпик
-
15 бак
1. (ёмкость) η δεξαμενή, το δοχείο, разг. το ντεπόζιτοдополнительный - βοηθητική -, συμπληρωματική -дренажный (тепл.) - αποστράγγισηςмаслосборный - συλλογής ελαίου/λαδιούмасляный - ελαίου/λαδιού2. (корабельный) το πρόστεγο, το κάσσαρο (της πλώρης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак
-
16 бак-аккумулятор
(деаэратора) η δεξαμενή αποθήκευσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак-аккумулятор
-
17 бак-мерник
η δεξαμενή/το δοχείο μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бак-мерник
-
18 барка
1. (ёмкость) η δεξαμενή, η λεκάνη, το βυτίοполоскательная текст. - ξεπλύματος2. мор. η ξύλινη φορτηγίδα, η μαούνα, το σλέπι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барка
-
19 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
20 бачок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бачок
См. также в других словарях:
δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον … Dictionary of Greek
Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)