-
1 δεκά-πλεθρος
δεκά-πλεθρος, zehn Plethren enthaltend, προτεί-χισμα Thuc. 6, 102.
-
2 δεκάπλεθρος
δεκᾰ-πλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάπλεθρος
-
3 δεκαπλεθρος
См. также в других словарях:
πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] … Dictionary of Greek