-
1 δεκάπλεθρος
δεκᾰ-πλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάπλεθρος
См. также в других словарях:
πεντηκοντάπλεθρος — και ποιητ. τ. πεντηκονταπέλεθρος, ον, Μ αυτός που έχει έκταση ίση με πενήντα πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλέθρον (πρβλ. δεκά πλεθρος)] … Dictionary of Greek