1 δεκάτεμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκάτεμα
2 δεκατεία
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκατεία
3 δεκάτευμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκάτευμα
4 δεκάτευσις
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκάτευσις
5 δεκατιά
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκατιά
6 δεκάτιση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεκάτιση
δεκάτεμα — το 1. το δεκάτευμα* 2. η δεκάτευση* 3. μεγάλη φθορά … Dictionary of Greek
δεκάτευμα — και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) [δεκατεύω] η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού … Dictionary of Greek