-
1 δειδισκομαι
δειδίσκομαι, δεδίσκομαιприветствовать(δεξιτερῇ χειρί Hom.)
δέπαϊ χρυσείῳ δ. Hom. — приветствовать поднятием золотого кубка -
2 δεδισκομαι
-
3 δεικαναομαι
Hom. = δειδίσκομαι См. δειδισκομαι -
4 δεικνυμι
1) редко med. показывать, указывать(ὁδόν, τινά τινι Hom.; ἔς τινα и ἔς τι Her.; med. τῷ δακτύλῳ Arst.)
2) указывать, изобличать(τὸν κτανόντα Soph.)
3) показывать, разъяснять4) являть, посылать(σῆμα βροτοῖσιν Hom.; ἐλαίας πρῶτον κλάδον Eur.)
5) проявлять, обнаруживать(προθυμίαν Thuc.)
δεῖξαι τέν δύναμιν Thuc. — показать (свою) силу, т.е. оказать сопротивление;ὃς δ΄ ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται, δεικνύσθω ἐνθαῦτα ἐὼν πολέμιος Her. — кто попытается противиться, тот да будет объявлен (нашим) врагом;ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ἀμύνεσθαι Thuc. — они ясно показали, что готовы дать отпор (противнику)6) обнаруживаться, выявляться, выяснятьсяδείξει δέ τάχα Arph. — это скоро обнаружится, т.е. сейчас сам увидишь
7) показывать, доказывать(ἔργῳ Xen.; τὰ φανερὰ διὰ τῶν ἀφανῶν Arst.)
δ. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказывать через невозможность (обратного), т.е. от противного;δέδεικται ἡμῖν, ὅτι … Plat. — нами доказано что …;δεῖξαι ἑτέραν ἀπόκρισιν Plat. — дать другое решение вопроса8) med. (= δειδίσκομαι См. δειδισκομαι) приветствовать(τινα μύθοισι или χρυσέοισι κυπέλλοις Hom.)
πλησάμενος οἴνοιο δέπας, δείδεκτ΄ Ἀχιλῆα Hom. — наполнив чашу вином, он обратился с приветствием к Ахиллу -
5 δεδισκομαι...
δεδίσκομαι...δειδίσκομαι, δεδίσκομαιприветствовать(δεξιτερῇ χειρί Hom.)
δέπαϊ χρυσείῳ δ. Hom. — приветствовать поднятием золотого кубка
См. также в других словарях:
δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… … Dictionary of Greek
δειδισκόμενος — δειδίσκομαι greet pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδίσκετο — δειδίσκομαι greet imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] … Dictionary of Greek