Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δεδράμηκα

См. также в других словарях:

  • δεδράμηκα — τρέχω run perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδραμήκασι — δεδραμήκᾱσι , τρέχω run perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδραμήκασιν — δεδραμήκᾱσιν , τρέχω run perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»