-
1 δεδάηκα
-
2 δεδαηκα
-
3 δεδάηκα
δέδαα, δεδάηκα: see ΔΑ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δεδάηκα
-
4 δεδάηκα
δάωlearn: perf ind act 1st sg -
5 δεδάηκ'
δεδάηκα, δάωlearn: perf ind act 1st sgδεδάηκε, δάωlearn: perf imperat act 2nd sgδεδάηκε, δάωlearn: perf ind act 3rd sg -
6 δαω
I.эп. = δαείω См. δαειωII.1) (только эп. aor. 2 δέδαε) научитьὃν Ἥφαιστος δέδαεν Hom. — которого обучил Гефест;
ἔργα δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι Hom. — она научила создавать замечательные произведения2) (pf. δεδάηκα и δέδαα; aor. 2 ἐοάην; inf. med. δεδάασθαι) научиться, (у)знатьθεῶν ἔξ δεδαώς Hom. — научившись у богов;
δεδαημένος τι HH. — изучив что-л.;ἄμφω ἀεῖδεν δεδαημένω Theocr. — оба искусные в пении;ὅσσα πεύθομαι, δαήσεαι Hom. — все, что я слышал, ты узнаешь;ὄφρα δαῶμεν Hom. — чтобы нам узнать;οὐ δεδαηκότες ἀλκήν Hom. — не набравшиеся сил, т.е. слабосильные;εἴ τιν΄ ἄεθλον οἶδέ τε καὴ δεδάηκε Hom. — искушен ли он в каком-л. виде состязания;δαήμεναί и δαῆναί τι и τινος Hom. — узнать что-л., ознакомиться с чем-л.;τούτων βαναυσίης οὐδεὴς δεδάηκε οὐδέν Her. — никто из них не знает никакого ремесла;λάθεται ὧν τ΄ ἔπαθ΄ ὧν τ΄ ἐδάη Soph. — он предает забвению и то, что испытал, и то, что узнал -
7 δάω
I intr., [tense] aor.ἐδάην Il.3.208
, Trag. (in lyr.), A.Ag. 123, S.El. 169; subj.δαῶμεν Il.2.299
, [dialect] Ep.δαείω 16.423
, Od.9.280; opt.δαείην A.R.2.415
; inf.δαῆναι Od.4.493
, IG 4.760 ([place name] Troezen), [dialect] Ep.δαήμεναι Il.21.487
; part.δαείς Sol.13.50
, A.Ch. 603, Pi.O.7.91 (for [tense] aor. δέδαον, ἔδαον, v. infr. 11): [tense] fut.δαήσομαι Od.3.187
: [tense] pf.δεδάηκα 8.134
, 146, part.δεδαώς 17.519
; also , Theoc.8.4, etc.:—learn, and in [tense] pf., know, ll.cc.: c. gen. pers., ἐμεῦ δαήσεαι wilt learn from me, Od.19.325: c. gen. rei,πολέμοιο δαήμεναι Il.21.487
;Ἄρεος εὖ δεδαῶτες D.P.1004
; σοφίης δεδαημένο Epic.Oxy.1015.20: c. acc. rei,φάρμακα Theoc.28.19
;ἄξια Μοισᾶν IG3.771
; ἀλεξητήρια νούσων ib.9(1).881 (Corc.); ἄκεσμα νόσου ib.14.1750; ἔργα Ἀθηναίης ib.12(5).30 ([place name] Sicinus); perceive,ἐδά ψυχάς B.5.64
; δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου felt the impulse of.., Pi.Fr. 166: abs., to one who knows,Id.
O.7.53.—Hom. has also inf. δεδάασθαι (perh. for δεδαέσθαι) search out, c. acc., Od.16.316.—The [tense] pres. in this sense is supplied by διδάσκομαι.II causal, teach, Hom. only in redupl. [tense] aor. 2 δέδαε he taught, c. dupl. acc.,ὃν Ἥφαιστος δέδαεν.. παντοίην τέχνην Od.6.233
, cf. 8.448, 23.160; , cf. Theoc.24.129 (v.l. ἔδαεν); [ per.] 3pl.δέδαον Hsch.
; also δάε, ἔδαε, A.R.1.724,4.989.—The [tense] pres. in this sense is supplied by διδάσκω. -
8 δέγμον
δέγμον· ὁδόν, Hsch. [full] δεγμών· χρόνος, Id. [full] δεδάασθαι, [full] δέδαε, [full] δεδάηκα, [full] δεδαημένος,A v. Δάω. -
9 ΔΑ
ΔΑ (the root of διδάσκω), aor. 2 act. δέδαε, aor. 2 pass. ἐδάην, subj. δαείω, δαῶμεν, inf. δαῆναι, δαήμεναι, fut. δαήσομαι, perf. δεδάηκα, part. δεδαώς, δεδαηκότες, mid. aor. inf. δεδάασθαι: (1) teach, only aor. 2 act. δέδαε ( τινά τι), Od. 6.233, Od. 8.448, Od. 22.160, w. inf., Od. 20.72.— (2) learn, be instructed, the other forms; w. gen., πολέμοιο δαήμεναι, ‘become skilled in,’ Il. 21.487 ; ἐμεῦ δαήσεαι, ‘from me,’ Od. 19.325; w. acc. οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Od. 2.61; δεδάασθαι γυναῖκας, ‘find out,’ Od. 16.316.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ΔΑ
-
10 δέδαα
δέδαα, δεδάηκα: see ΔΑ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέδαα
-
11 δαῆναι
Grammatical information: v.Meaning: `learn' (Il.),Other forms: ep. also δαήμεναι intr. aor., fut. δαήσομαι, perf. δεδάηκα, δεδαώς (Od.), δεδάημαι (h. Merc.), redupl. aor. in caus. δέδαε (Od.), 3. pl. δέδαον H., inf. δεδάασθαι (for δεδαέσθαι?) (π 316), second. δάε, ἔδαε (A. R.), δα[ι]ῆσαι διδάξαι H.; pres. διδάσκω, s. v.Derivatives: δαήμων `knowing' (Il.) with δαημοσύνη (A. R.); privative ἀδαἡς (s. v.); δάησις (EM); Δάειρα, s. v.Origin: IE [Indo-European] [201] *dens- `learn'Etymology: δα- from IE. *dn̥s-, to δήνεα. So δαῆναι contains the zero grade of IE. * dens-, seen in Av. dīdaiŋhē and in nominal forms, e. g. Skt. dasrá- `effecting miracles'. Aor. δέ-δα-ε from *de-dn̥s-e-t. - Cf. δήνεα, διδάσκω, δαΐφρων.Page in Frisk: 1,338Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαῆναι
См. также в других словарях:
δεδάηκα — δάω learn perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδάηκ' — δεδάηκα , δάω learn perf ind act 1st sg δεδάηκε , δάω learn perf imperat act 2nd sg δεδάηκε , δάω learn perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENSIS — ex metior, quasi numerus dierum mensus: vel ex Graeco μὴν, ἀπὸ τῆς Μήνης, i. e. Luna, dictus, inter Numina Gentilium, vide supra Menis: proprie spatium illud est, quô Luna Signiferum percurrit, et eôdem, unde instituit cursum, revertitur: Cui… … Hofmann J. Lexicon universale
δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek