Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δαῖρα

См. также в других словарях:

  • Δάειρα ή Δαίρα — Χθόνια θεά, που τη λάτρευαν στην Ελευσίνα και σχετιζόταν με τα μυστήρια που τελούνταν στην πόλη. Αργότερα, ταυτίστηκε με την Κόρη. Σύμφωνα με άλλον μύθο, ήταν σύζυγος του Εύμολπου και μητέρα της Ελευσίνας από τον Εύμολπο ή τον Ερμή. Τέλος, άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»