-
1 μηλοδαΐκτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοδαΐκτας
-
2 δαΐζω
Grammatical information: v.Meaning: `cleave, pierce' (Il.).Other forms: Aor. δαΐξαι, perf. ptc. δεδαϊγμένοςDerivatives: δαϊκτήρ "divider" of Ares (Alc.), also of γόος (A. Th. 916); also δαΐκτωρ ( γάμος A. Supp. 798); δαϊγμός (EM); - δαΐκτας in μηλοδαΐκτας (B.); καρπο-δαισται (Gortyn); from δαίομαι with analogical - σ-, as in δεδαισμένον, δαισθείς (E.), s. Fraenkel Nom. ag. 1, 194.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Deverb. from δαίομαι (s. Schwyzer 736).Page in Frisk: 1,340Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαΐζω
См. также в других словарях:
μηλοδαΐκτας — μηλοδαΐκτας, ὁ (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενο δαΐκτας] … Dictionary of Greek