-
1 δασπλήτα
-
2 δασπλῆτα
-
3 δασπλῆτις
δασπλῆτις, ἡ (voc.A- πλῆτα AP5.240
(Paul. Sil.)), horrid, frightful,θεὰ δ. Ἐρινύς Od.15.234
; of Hecate, Theoc.2.14:—also [full] δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ, sc.δασπλῆτα Χάρυβδιν Simon.38
;δασπλῆτες Εὐμενίδες Euph.94
;δασπλῆτε δράκοντε Nic.Th. 609
; freq. in Nonn.,γυναῖκες 46.210
;μάχαιρα 22.219
, al.:—nom. [full] δασπλῆτα, Call.Fr. 534: [full] δασπλήτης An. Ox.1.149: [full] δάσπλη (sic), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασπλῆτις
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский