-
1 δαρκνά
-
2 δάρυλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάρυλλος
-
3 δραχμή
Grammatical information: f.Meaning: `drachme', weight and coin (Ion.-Att.)Derivatives: δραχμιαῖος `worth a d.' (Att. etc.; after ἡμιωβολιαῖος etc., s. Chantr. Form. 49), also δραχμαῖος, -ήϊος (Nic.); - Dimin. δραχμίον (Aristeas). - Verbal noun in - μη, -μᾱ (σμᾱ?, Schwyzer 327) from δράσσομαι (s. v.), so prop. `grasping with the hand, handfull' (of oboles), cf. σπιθαμή, πυγμή etc.; we see δραχ- and δαρχ- in the `zero grade'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The two forms δραχ- and δαρχ- suggest that this is not a zero grade from *dr̥g(ʰ)- (cf. δάρκες s.v. δράσσομαι), and so that it is a Pre-Greek word. - From δραχμή Arab. dirham, Arm. dram etc., s. Bailey BSOAS 13, 128f.; NGr. δράμι from δραχμίον, with accent after Osm. dirhém, Maidhof Glotta 10, 10.Page in Frisk: 1,415-416Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραχμή
См. также в других словарях:
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek