Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δαπάνᾳς

См. также в других словарях:

  • δαπανᾷς — δαπανάω spend pres subj act 2nd sg δαπανάω spend pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπάνας — δαπάνᾱς , δαπάνη cost fem acc pl δαπάνᾱς , δαπάνη cost fem gen sg (doric aeolic) δαπάνᾱς , δαπανάω spend imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπάνᾳς — δαπάναις , δαπάνη cost fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανᾶις — δαπανᾷς , δαπανάω spend pres subj act 2nd sg δαπανᾷς , δαπανάω spend pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GLAUCUS ex Potnia Boeotiae vico — Sisyphi fil. qui cum equas suas a coitu cohiberet, quo essent velociores, Venus indignata furotem eis tantum immisit, ut dominum dilacerarint. Virg. Georg. l. 3. v. 266. et seqq. Scilicet ante omnes furor est insignis equarum; Et mentem Venus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • QUAESTOR Exercitus — in Nov. a Procopio definitur χορηγὸς τῆς τοῦ ςτρατοπέδου δαπάνης; rectissime. Nam Novell. 41. ςτρατιωτικὰς δαπάνας, et Iuliani Nov. 50. annonas militum tam Comitatensium qui per castra sunt, quam Limitaneorum, eum distribuisse legimus. Sed habuit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας …   Dictionary of Greek

  • δαπανώ — ησα, ήθηκα, δαπανημένος, ξοδεύω κάτι χρήσιμο και κυρίως χρήματα: Δαπάνησα πολλά φέτος για τη συντήρηση του σπιτιού μου. – Μη δαπανάς άσκοπα το χρόνο σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»