-
1 δαπανηρός
δαπανηρόςlavish: masc nom sg -
2 δαπανηρός
A lavish, extravagant, Pl.R. 564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN 1123a4, 1119b31.II of things, expensive,πόλεμος D.5.5
;λειτουργία Arist. Pol. 1309a18
, cf. EN 1122a21: [comp] Comp.-ότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d
. Adv.- ρῶς X.HG6.5.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαπανηρός
-
3 δαπανηρός
costlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δαπανηρός
-
4 δαπανηρά
δαπανηρόςlavish: neut nom /voc /acc plδαπανηρά̱, δαπανηρόςlavish: fem nom /voc /acc dualδαπανηρά̱, δαπανηρόςlavish: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 δαπανηρότερον
δαπανηρόςlavish: adverbial compδαπανηρόςlavish: masc acc comp sgδαπανηρόςlavish: neut nom /voc /acc comp sg -
6 δαπανηροτέρων
δαπανηρόςlavish: fem gen comp plδαπανηρόςlavish: masc /neut gen comp pl -
7 δαπανηρόν
δαπανηρόςlavish: masc acc sgδαπανηρόςlavish: neut nom /voc /acc sg -
8 δαπανηραί
δαπανηρόςlavish: fem nom /voc pl -
9 δαπανηροτάτοις
δαπανηρόςlavish: masc /neut dat superl pl -
10 δαπανηροί
δαπανηρόςlavish: masc nom /voc pl -
11 δαπανηρούς
δαπανηρόςlavish: masc acc pl -
12 δαπανηρότερα
δαπανηρόςlavish: neut nom /voc /acc comp pl -
13 δαπανηροτέρας
δαπανηροτέρᾱς, δαπανηρόςlavish: fem acc comp plδαπανηροτέρᾱς, δαπανηρόςlavish: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
14 δαπανηρών
-
15 δαπανηρῶν
-
16 δάπανον
δάπανοςmasc /fem acc sgδάπανοςneut nom /voc /acc sgδαπανηρόςlavish: masc /fem acc sgδαπανηρόςlavish: neut nom /voc /acc sg -
17 δάπτω
Grammatical information: v.Meaning: `devour, consume' (Il.).Other forms: Aor. δάψαιDerivatives: δαπάνη `cost, expenditure' (Hes. Op. 723; cf. σκάπτω: σκαπάνη) with deriv. δαπάνυλλα (Corc.; s. Leumann Glotta 32, 219 A. 3); δαπανηρός `lavish' (Pl.) with δαπανηρία Arist.); denomin. δαπανάω `spend, consume' (Hdt.) with δαπάνημα (X.), δαπάνησις (Aristeas) and δαπανητικός `consuming' (S.); δαπανητής EM; postverbal δάπανος = δαπανηρός (Th.); isolated δαπανούμενα (Andania Ia) as if from δαπανόω or - έω. - δάπτης `eater' (Lyc.), unless δάπ-της; from aoriststem δαψ- with λ-Suffix δαψ-ιλής `abundant' (Ion., Arist.; δαψιλός Emp., prob. older, Solmsen IF 31, 461ff.) with δαψίλεια (Arist.) and δαψιλεύομαι (LXX). - On δαρδάπτω s. v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: If one assumes for δάπ-τω a root δαπ-, this is found in Lat. daps `(sacrifice)meal', also in Toch. pret. tāp- `eat' (Fraenkel IF 50, 7); the ν-suffix in δαπάνη has been compared with Lat. damnum `expenditure, loss' and ONo. tafn `sacrificial animal, meal', which could be IE * dap-no-m, as also Arm. tawn `feast' (\< * dap-ni-). One might include Skt. dāpayati `divide'. - In spite of the relatives, δαπ(τ)-\/ δαψ- rather seems Pre-Greek. - Lat. dapinō is LW [loanword] from δαπανάω.Page in Frisk: 1,348Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάπτω
-
18 δαπανηράς
-
19 δαπανηρᾶς
-
20 δαπανηροίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαπανηρός — lavish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει … Dictionary of Greek
δαπανηρός — ή, ό 1. αυτός που κοστίζει πολλά χρήματα: Η συντήρηση ενός μεγάλου σπιτιού είναι δαπανηρή. 2. ο σπάταλος, ο πολυέξοδος: Η ζωή που κάνει είναι εξαιρετικά δαπανηρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαπανηρά — δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc pl δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc/acc dual δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρότερον — δαπανηρός lavish adverbial comp δαπανηρός lavish masc acc comp sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροτέρων — δαπανηρός lavish fem gen comp pl δαπανηρός lavish masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρῶν — δαπανηρός lavish fem gen pl δαπανηρός lavish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρόν — δαπανηρός lavish masc acc sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηραί — δαπανηρός lavish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροτάτοις — δαπανηρός lavish masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροῖς — δαπανηρός lavish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)