-
1 δαπανηρός
A lavish, extravagant, Pl.R. 564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN 1123a4, 1119b31.II of things, expensive,πόλεμος D.5.5
;λειτουργία Arist. Pol. 1309a18
, cf. EN 1122a21: [comp] Comp.-ότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d
. Adv.- ρῶς X.HG6.5.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαπανηρός
См. также в других словарях:
ηπατηρός — ἡπατηρός, ά, όν (Μ) ηπατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. αιματ ηρός, δαπαν ηρός)] … Dictionary of Greek