-
1 δανεισμός
δανεισμόςmoney-lending: masc nom sg -
2 δανεισμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 Sir 18,33borrowing money, loan -
3 δανεισμός
δαν-εισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανεισμός
-
4 δανεισμός
loanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δανεισμός
-
5 δανεισμοί
δανεισμόςmoney-lending: masc nom /voc pl -
6 δανεισμούς
δανεισμόςmoney-lending: masc acc pl -
7 δανεισμόν
δανεισμόςmoney-lending: masc acc sg -
8 δανεισμοίς
-
9 δανεισμοῖς
-
10 δανεισμού
-
11 δανεισμοῦ
-
12 δανεισμώ
-
13 δανεισμῷ
-
14 δανεισμών
-
15 δανεισμῶν
-
16 δάνος
Grammatical information: n.Derivatives: δάνειον n. `loan' (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, - ομαι `loan, give credit' (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα `loan' (Th.), δανεισμός `loan, credit' (Att., Arist.) and δανειστής `usurer, believer' (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. * dh₂-nos, cf. Skt. diná- `divided'? (* dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.Page in Frisk: 1,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάνος
См. также в других словарях:
δανεισμός — money lending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») … Dictionary of Greek
δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek