-
1 Καρύστιοι
Καρύστιοςmasc nom /voc pl -
2 δάνος
Grammatical information: n.Derivatives: δάνειον n. `loan' (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, - ομαι `loan, give credit' (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα `loan' (Th.), δανεισμός `loan, credit' (Att., Arist.) and δανειστής `usurer, believer' (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22: 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. * dh₂-nos, cf. Skt. diná- `divided'? (* dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.Page in Frisk: 1,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάνος
См. также в других словарях:
Καρύστιοι — Καρύστιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek