-
1 δανεισμος
ὅ отдача денег в рост, предоставление ссуды Plat., Arst., Plut.αἷμα αἵματος δ. Eur. — отплата кровью за кровь
-
2 δανεισμός
δανεισμός, ὁ, das Darleihen, Eur. El. 858; Plat. Rep. IX, 573 e u. A.; Wucher, δανεισμῷ χρήματα συμβάλλειν Plat. Legg. XI, 921 c.
-
3 δανεισμός
δανεισμόςmoney-lending: masc nom sg -
4 δανεισμός
δανεισμός, ὁ, das Darlehen; Wucher -
5 δανεισμός
ο см. δάνεισμα -
6 δανεισμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 Sir 18,33borrowing money, loan -
7 δανεισμός
[данисмос] ουσ α ссуда. -
8 δανεισμός
δαν-εισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανεισμός
-
9 δανεισμός
emprunt -
10 δανεισμός
pożyczka (f) rzecz. -
11 δανεισμός
půjčka -
12 δανεισμός
loanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δανεισμός
-
13 δανεισμοί
δανεισμόςmoney-lending: masc nom /voc pl -
14 δανεισμούς
δανεισμόςmoney-lending: masc acc pl -
15 δανεισμόν
δανεισμόςmoney-lending: masc acc sg -
16 δανεισμοίς
-
17 δανεισμοῖς
-
18 δανεισμού
-
19 δανεισμοῦ
-
20 δανεισμώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δανεισμός — money lending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») … Dictionary of Greek
δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek