Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δανεισμός

См. также в других словарях:

  • δανεισμός — money lending masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») …   Dictionary of Greek

  • δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»