-
1 рецепция
-и θ.λήψη, παραλαβή• δανεισμός•, рецепция права δανεισμός δικαίου (από άλλη χώρα). -
2 заимствование
ο δανεισμός, η απομίμηση-ть δανείζομαι, μιμούμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заимствование
-
3 заимствование
заимствованиес ὁ δανεισμός, ἡ ἀντιγραφή, ἡ μίμηση [-ις], τό ξεσήκωμα. -
4 borrowing
noun δανεισμός -
5 loan
-
6 заимствование
-я ουδ.δανεισμός, δάνει-σμα, πάρσιμο απ’ αλλού, απομίμηση. -
7 занимание
-
8 одолжение
-я ουδ.1. δανεισμός, δάνεισμα. || τα δανεικά χρήματα.2. υποχρέωση• καλοσύνη εκδούλευση, εξυπηρέτηση.εκφρ.сделайте одолжение – α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση). -
9 Lending
subs.P. δανεισμός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lending
-
10 Payment
subs.Act of paying: P. ἀπόδοσις, ἡ, δόσις, ἡ, φορά, ἡ, ἔκτισις, ἡ.Payment of wages: P. μισθοδοσία, ἡ.Upon the dead man hath now fallen a bitter payment of blood for blood: V. αἷμα δʼ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἦλθε τῷ θανόντι νῦν (Eur., El. 857).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Payment
-
11 Usury
subs.P. τοκισμός, ὁ (Xen.).Money-lending: P. and V. δανεισμός, ὁ.Interest: Ar. and P. τόκος, ὁ.Practice usury, v.: P. τοκίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Usury
-
12 emprunt
1) δάνειο2) δανεισμός -
13 půjčka
1) δάνειο2) δανεισμός -
14 loan
1) δάνειο2) δανεισμός -
15 pożyczka
1) δάνειο2) δανεισμός
См. также в других словарях:
δανεισμός — money lending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμός — ο (AM δανεισμός) [δανείζω] το να δανείζει ή να δανείζεται κάποιος χρήματα αρχ. η ανταπόδοση («αἷμα δ αἵματος πικρὸς δανεισμὸς ἧλθε») … Dictionary of Greek
δανεισμός — ο το να δανείζει ή να δανείζεται κανείς: Σε κάποιες περιπτώσεις ο δανεισμός είναι αναπόφευκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δανεισμοῖς — δανεισμός money lending masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοί — δανεισμός money lending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμοῦ — δανεισμός money lending masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμούς — δανεισμός money lending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῶν — δανεισμός money lending masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμῷ — δανεισμός money lending masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανεισμόν — δανεισμός money lending masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek