-
1 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
2 заимствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.κ.σ.μ. δανείζομαι, παίρνω απ’ αλλού, απομιμούμαι•заимствовать тему δανείζομαι θέμα.
1. (απλ.) παίρνω δανεικά, δανείζομαι.2. βλ. ρ. ενεργ. φ. -
3 занять
I занять II (деньги) δανείζομαι II занять Ι πιάνω, κρατώ καταλαμβάνω, κυριεύω (завоевать ) παίρνω (на соревнованиях и т. п.) \занять первое место παίρνω τα πρωτεία займите места! καταλάβετε τις θέσεις!* * *Iπιάνω, κρατώ; καταλαμβάνω, κυριεύω ( завоевать); παίρνω (на соревнованиях и т. п.)заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω τα πρωτεία
IIзайми́те места́! — καταλάβετε τις θέσεις!
( деньги) δανείζομαι -
4 одолжить
одолжить 1) (дать взаймы} δανείζω 2) (взять взаймы) δανείζομαι* * *1) ( дать взаймы) δανείζω2) ( взять взаймы) δανείζομαι -
5 занимать
-
6 перенять
перейму, переймшь, παρλθ. χρ. перенял-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. перенявший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенятый, βρ: -нят-ά-о ρ.σ.μ.1. παίρνω, δανείζομαι μιμούμαι το παράδειγμα•перенять опыт παίρνω την πείρα.
2. πιάνω, αρπάζω κάτι. || παλ. φράζω, κόβω το δρόμο σε κάποιον.3. (απλ.) δανείζομαι για μικρό χρονικό διάστημα. -
7 взаймы
δανεικάбрать - δανείζομαι, παίρνω -давать - δανείζω, δίνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взаймы
-
8 заимствование
ο δανεισμός, η απομίμηση-ть δανείζομαι, μιμούμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заимствование
-
9 занимать
I. 1. (какое-л. пространство) καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ 2. (запол-нить какой-л. промежуток времени, продлиться) κρατώ, παίρνω 3. (дать какое-л. занятие, дело, работу) απασχολώ, δίνω/προσφέρω δουλειά II.(брать на время, взаймы) δανείζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > занимать
-
10 процент
1. (сотая доля числа, принимаемого за целое) το ποσοστό επί τοις εκατόν, το εκατοστό 2. (доход, получаемый на каждые сто единиц капитала) о τόκ/ος 3. (плата, получаемая кредитором от должника за отданные в ссуду деньги) о τόκ/οςзанимать под - ы δανείζομαι εντόκως/με - ους- по овердрафту - της επιταγής πληρωμένης από την τράπεζα (όταν το ποσό της είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο των καταθέσεων)4. (процентная ставка) το επιτόκι/ο5. (вознаграждение, исчисляемое в зависимости от оборота, дохода) το ποσοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процент
-
11 взаймы
взаймы: взять \взаймы δανείζο μαι дать \взаймы δανείζω* * *взять взаймы́ — δανείζομαι
дать взаймы́ — δανείζω
-
12 взаймы
взаймынареч δανεικά:взять \взаймы παίρνω δανεικά, δανείζομαι· дать \взаймы δίνω δανεικά, δανείζω. -
13 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
14 задолжать
задолжатьсов χρεώνομαι, καταχρεώ-νομαι, εἶμαι πνιγμένος στά χρέη", \задолжать кому-л. что-л. δανείζομαι ἀπό κάποιον. -
15 занимать
занимать Iнесов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.занима||ть IIнесов1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:\занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:\занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·3. (интересозать) ἀπασχολώ:эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:\занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν... -
16 перехватить
перехватитьсов, перехватывать несов1. (задерживать) πιάνω, τσακώνω, συλλαμβάνω·2. (поесть мимоходом) разг τρώγω στό πόδι, τσιμπώ κάτι πρόχειρα, κολατσίζὠ3. (занимать деньги) разг δανείζομαι. -
17 ссуда
ссу́||даж τό δάνειο[ν]:безвозвратная \ссуда δάνειο ἄνευ ἐπιστροφής· \ссуда под проценты τό ἔντοκο[ν] δάνειο[ν]· давать \ссудаду δίνω δάνειο, δανείζω· брать \ссудаду πέρνω δάνειο, δανείζομαι. -
18 занимать
[ζανιμάτ'] ρ. δανείζομαι -
19 занимать
[ζανιμάτ'] ρ δανείζομαι -
20 брать
беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•брать руками παίρνω με τα χέρια•
брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.
|| μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•
брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.
2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.
3. δέχομαι, προσδέχομαι•брать поручение παίρνω εντολή•
брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.
4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•брать долг παίρνω δάνειο•
брать приданое παίρνω προίκα.
|| ενοικιάζω•брать такси παίρνω ταξί.
|| αγοράζω•брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•
почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;
5. εισπράττω•брать налога παίρνω φόρο.
|| υποχρεώνω κάποιον•брать слово παίρνω λόγο•
брать обещание παίρνω υπόσχεση.
6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•-камень βγάζω πέτρα.
|| μτφ. δανείζομαι•брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.
7. κυριεύω, καταλαβαίνω•-город παίρνω την πόλη.
|| πιάνω, συλλαμβάνω•брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.
|| μτφ. κυριεύω, πιάνω•дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.
8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.
9. κατορθώνω, πετυχαίνω•он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.
10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.
11. βάλλω, κόβω, φτάνω•винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.
12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.
13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•брать во внимание προσέχω•
брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•
брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•
брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•
брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•
брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.
εκφρ.брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•наша берет – νικούμε•ваша берет – νικάτε.1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).
2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.
|| μτφ. ασχολούμαι•брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.
3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;
4. αναλαμβάνω•он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.
5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις
εκφρ.брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δανείζομαι — δανείζομαι, δανείστηκα, δανεισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: δανείζομαι : χρησιμοποιείται μερικές φορές ως παθητικό του δανείζω (αυτά τα βιβλία δε δανείζονται) και άλλοτε με την έννοια → παίρνω κάποιο ξένο στοιχείο και το υιοθετώ (οι ευρωπαϊκές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δανείζομαι — δανείζω put out money at usury pres ind mp 1st sg δανεΐζομαι , δανείζω put out money at usury pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δανείζω — (AM δανείζω) [δάνειον] Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τόν δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ») 2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να τό χρησιμοποιήσει προσωρινά και… … Dictionary of Greek
συνδανείζομαι — Α [δανείζομαι] συνάπτω πολλά συγχρόνως δάνεια, δανείζομαι από πολλούς ταυτόχρονα … Dictionary of Greek
заемлю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. δανείζομαι) занимаю, беру в долг. … … Словарь церковнославянского языка
заимствую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (δανείζομαι) заимствую, беру … Словарь церковнославянского языка
αλληλοδανείζομαι — άλλοτε δανείζω σε κάποιον και άλλοτε δανείζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δανείζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
δάνεισμα — το (AM δάνεισμα) [δανείζω] ο δανεισμός αρχ. 1. η παροχή 2. φρ. «δάνεισμα ποιοῡμαι» δανείζομαι … Dictionary of Greek
δανεικολογούμαι — και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, καλύπτω τις ανάγκες μου με δάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δανεικός + λογώ (πρβλ. δροσολογούμαι, παντρολογιέμαι, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
ερανίζομαι — (AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος] συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον μσν. νεοελλ. συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα αρχ. μσν. 1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.) 2. δανείζομαι άτοκα… … Dictionary of Greek