-
1 δαμαλιζω
-
2 δαμαλίζω
-
3 δαμαλίζω
δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω. -
4 δαμαλίζω
μετ. мед. вакцинировать, прививать оспу -
5 δαμαλίζω
δᾰμᾰλ-ίζω, poet.A = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—[voice] Med.,πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp. 231
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμαλίζω
-
6 δαμαλίζεται
δαμαλίζωto subdue: pres ind mp 3rd sg -
7 δαμαλιζομένα
δαμαλιζομένᾱ, δαμαλίζωto subdue: pres part mp fem nom /voc /acc dualδαμαλιζομένᾱ, δαμαλίζωto subdue: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 πυκταλίζω
-
9 δαμαλίζοι
δαμαλίζοῑ, δαμαλίζωto subdue: pres opt act 3rd sg -
10 вакцинировать
-рую, -руешь, ρ.δ. и.σ.μ.(ιατρ.) δαμαλίζω, εμβολιάζω με δαμαλίδα. -
11 оспа
-ы θ. (ιατρ.)1. ευλογιά•чрная ευλογιά αιμορραγική•
оввчья оспа ευλογιά προβάτων•
коровья оспа βουφλυζακίωση•
привить -у εμβολιάζω, δαμαλίζω.
2. στίγματα (ουλές) ευλογιάς•лицо в -е βλογιοκομμένο πρόσωπο.
-
12 привить
ρ.σ.μ.1. εμβολιάζω, ενοφθαλμιζω, κεντρώνω•привить яблоню εμβολιάζω τη μηλιά.
2. (ιατρ.) εμβολιάζω, βατσινάρω•привить оспу δαμαλίζω•
привить скарлатину εμβολιάζω κατά της οστρακιάς (σκαρλατίνας).
3. μτφ. εμφυτεύω, εμφυσώ εμπνέω•привить любовь к труду εμφυσώ την αγάπη για τη δουλειά.
1. εμβολιάζομαι, ενοφθαλμίζομαι, κεντρώνομάι.2. (ιατρ.) εμβολιάζομαι•оспа -лась ο δαμαλισμός έγινε.
3. εγκλιματίζομαι, συνηθίζω (για φυτά).4. ριζώνω, στεργιώνομαι • συνηθιζομαι. -
13 δαμάλης
δαμάλης, - ουGrammatical information: m.Meaning: `tamer' (of Eros, Anacr.), `younger bull (still to be tamed)' (Arist.); f. δάμαλις (A.), δαμάλη (E.) `young cow'Derivatives: Dimin. δαμάλιον (pap.); δάμαλος `calf'? (Hdn.); - denomin. δαμαλίζω `tame' (Pi.). On Δάμαλις as PN Schmid Philol. 95, 118 n. 123.Etymology: To δάμνημι, δαμάσαι (s. v.); s. Chantr. Form. 236f. Cf. W.-Hofmann s. damma `buck, doe etc.'Page in Frisk: 1,345Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαμάλης
См. также в других словарях:
δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) … Dictionary of Greek
δαμαλίζω — ισα, δαμαλισμένος, εμβολιάζω κατά της ευλογιάς, βατσινώνω, μπολιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δαμαλίζεται — δαμαλίζω to subdue pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλιζομένα — δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc/acc dual δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκταλίζω — Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + εκφρ. κατάλ. αλ ίζω, πιθ. κατά τα: ἁρπαλίζω, δαμαλίζω] … Dictionary of Greek
δαμαλίζοι — δαμαλίζοῑ , δαμαλίζω to subdue pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)