-
1 δακρυσιστακτος
-
2 δακρυσίστακτος
δακρῠσίστακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακρυσίστακτος
-
3 δακρυσίστακτος
-
4 δακρυσίστακτον
δακρυσίστακτοςin floods of tears: masc /fem acc sgδακρυσίστακτοςin floods of tears: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek
δακρυσίστακτον — δακρυσίστακτος in floods of tears masc/fem acc sg δακρυσίστακτος in floods of tears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek