-
1 δακρυσί-στακτος
δακρυσί-στακτος, von Thränen triefend, Aesch. Pr. 399.
-
2 δακρυσίστακτος
-
3 δακρυσιστακτος
См. также в других словарях:
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek