Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δακρυσω

См. также в других словарях:

  • δακρύσω — δακρύ̱σω , δακρύω weep aor subj act 1st sg δακρύ̱σω , δακρύω weep fut ind act 1st sg δακρύ̱σω , δακρύω weep aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουρκώνω — ωσα, βουρκωμένος 1. μεταβάλλομαι σε βούρκο, θολώνω: Τα ποτάμια βούρκωσαν από τη λάσπη που κατέβασε το νερό της βροχής. 2. σκοτεινιάζω: Ο καιρός βούρκωσε. 3. μτφ., είμαι έτοιμος να δακρύσω, να κλάψω: Τα μάτια του βούρκωσαν από το παράπονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλείο — το 1. επιβλητικότητα, ανωτερότητα, λαμπρότητα: Το μεγαλείο της ψυχής της με έκανε να δακρύσω. 2. μεγαλόπρεπο έργο: Το παλάτι ήταν ένα μεγαλείο. 3. φρ., «τα μεγαλεία», κοινωνική ανωτερότητα, αξιώματα, πλούτος κτλ.: Τρελαίνεται για μεγαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»