-
1 δαιταλεύς
δαιταλεύςmasc nom sg -
2 δαιταλέων
δαιταλεύςmasc gen plδαιταλέω̆ν, δαιταλεύςmasc gen pl -
3 δαιταλής
-
4 δαιταλῆς
-
5 δαιταλείς
-
6 δαιταλεῖς
-
7 δαιταλεύσι
-
8 δαιταλεῦσι
-
9 δαιταλεύσιν
-
10 δαιταλεῦσιν
-
11 πανήμερος
πᾰν-ήμερος, ον, = foreg., ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς π., of Prometheus' eagle, A.Pr. 1024: neut. πανημερόν (oxyt.) as Adv., Hdt.7.183, Max.107.2 Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανήμερος
-
12 συνδαιταλεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδαιταλεύς
-
13 δαίομαι
Grammatical information: v.Meaning: `divide', `feast' (Il.)Derivatives: Abstracta δαίς, - τός f. `portion, meal' (Il.), compp. ἁβρό-, ὁμό-; δαίτη `meal' (Il.); δαιτύς, - ύος f. `id.' (X 496; Chantraine Gramm. hom. 1, 96) with δαιτυμών, - όνος m. `guest' (Od.); δαιτυμονεύς (Nonn.); δαῖσις `division (of property)' (Gortyn) with δαισάνη = πτισάνη (EM), δαίσιμον (- ιον EM) ἐδώδιμον H.; δαιθμός `division, divided land' (inscr.). - Nomen loci: δαιτήριον (EM). - Nomina agentis: δαιτρός `divider, carver' (Od.) with δαιτροσύναι pl. `the arts of the carver' (π 253); denomin. δαιτρεύω `divide, carva' (Il.) with δαιτρεία (Hdn.); Δαίτωρ als EN (Θ 275), συνδαίτωρ `conviva' (A.); - δαιτρόν `part, portion' (Δ 262); - δαίτης title of a priest (E. Fr. 472, 12), as second member in λαγο-δαίτας (A.) s. Fraenkel Nom. ag. 1, 193f. - Isolated δαιταλεύς `banqueter' (A.), cf. δαιταλάομαι `banquet' and δαιταλουργία (Lyk.). - An enlargement of δαίομαι is δαΐζω. On δαίμων s. v.Etymology: To δαίομαι (with analogical - ι-) agrees Skt. dáyate `divide'. Beside this diphthongical form there is monophthongical with ā- (* deh₂-) or ĭ- (* dh₂-) vowel, e. g. dā́-ti `cut off', di-tí- `dividing'; without vowel d-yá-ti `divide', *dh₂-i̯e-; the forms go back on * d(e)h₂-(i)-. - Here also δῆμος (Dor. δᾶμος), s. v. From Germanic and Armenian the word for `time', as OE tīma, ONo. tīme `hour, time', PGm. * tī-man- \< * dī-mon-, OHG zīt, Arm. ti `old age, time', IE * dī-t(i)-. - Cf. δατέομαι, and δάπτω.Page in Frisk: 1,341-342Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαίομαι
См. также в других словарях:
δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… … Dictionary of Greek
δαιταλεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῖς — δαιταλεύς masc acc pl δαιταλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλῆς — δαιταλεύς masc nom pl δαιταλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλέων — δαιταλεύς masc gen pl δαιταλέω̆ν , δαιταλεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῦσι — δαιταλεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλεῦσιν — δαιταλεύς masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλευτής — δαιταλευτής, ο (Μ) [δαιταλεύομαι] 1. ο δαιταλεύς 2. ο μάγειρος … Dictionary of Greek
δαιταλεύομαι — (Μ) [δαιταλεύς] μαγειρεύομαι … Dictionary of Greek
δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek
δαιταλουργώ — δαιταλουργῶ ( έω) (AM) μαγειρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργώ < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek