Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαιδάλεος

См. также в других словарях:

  • δαιδάλεος — cunningly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλέων — δαιδάλεος cunningly fem gen pl δαιδάλεος cunningly masc/neut gen pl δαιδάλλω work cunningly fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλόεν — δαιδάλεος cunningly masc voc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλόεντα — δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc pl δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδαλόεις neut nom/voc/acc pl δαιδαλόεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδάλεον — δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέαις — δαιδάλεος cunningly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέαισι — δαιδάλεος cunningly fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέη — δαιδάλεος cunningly fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέην — δαιδάλεος cunningly fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλέης — δαιδάλεος cunningly fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»