Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαιδαλεύομαι

См. также в других словарях:

  • δαιδαλεύομαι — (Α) δαιδάλλω …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλεύεται — δαιδαλεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιδαλεύτρια — δαιδαλεύτρια, η (Α) [δαιδαλεύομαι] γυναίκα έμπειρη, εξασκημένη στην εργασία …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλώ — δαιδαλῶ ( όω) (Α) [δαίδαλος] δαιδάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιδαλεύομαι (δαίδαλος) απαντά στη μτγν. Ελληνική (Φίλων, μηχανικός) αντί τού δαιδάλλω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»