-
1 δαίνυμαι
δαίνυμιgive a banquet: pres ind mp 1st sg -
2 ἐν-δαίνυμαι
ἐν-δαίνυμαι (s. δαίνυμαι), verspeisen, ἰχϑῠς Ath. VII, 277 a, im praes.
-
3 παρα-δαίνυμαι
παρα-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), speisen bei Einem, τινί, Tzetz.
-
4 συν-δαίνυμαι
συν-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), mit od. zugleich essen, Qu. Sm. 3, 100.
-
5 μετα-δαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐϑέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
-
6 δαίομαι
δαίομαι, theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus ΔΑ-Ί-ΟΜΑΙ, Wurzel ΔΑ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔΑF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνϑα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηϑοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus ΔΑ'ΤΣΟΜΑΙ, von ΔΑ'ΤΟΜΑΙ = δατέομαι, ΔΑ-ΤΟ'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεϑ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάϑρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεϑα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραϑέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασϑαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεϑρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασϑαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασϑαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσϑαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῠρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασϑαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται ϑεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοϑι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράϑομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνϑα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχϑὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰϑίοπας τοὶ διχϑὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῠ δέ μοι χϑονὸς τεμένη δέδασται.
-
7 δαίνῡμι
δαίνῡμι, fut. δαίσω, eigtl. austheilen, zum Essen, vom Wirthe ( Suid. εὐωχεῖν); δαίνυ δαῖτα γέρουσιν, gieb einen Schmaus, Il. 9, 70; τάφον, er gab einen Leichenschmaus, 23, 29; Od. 3, 309; δαίνυ γάμον Hom. hymn. Vener. 142; δαίσειν γάμον Il. 19, 299; γάμον δαίσαντα Pind. N. 1, 72; γάμους ἔδαισαν Eur. I. A. 707; εἰλαπίνας Call. Cer. 85; δαίσομεν ὑμεναίους Eur. I. A. 123; auch Sp., wie D. Sic. 5, 49; Dion. Hal. 1, 48; – τινά, Einen bewirthen, z. B. ἀνόμῳ τραπέζῃ Her. 1, 162; ζῶν με δαίσεις Aesch. Eum. 305; Eur. Or. 15. Abweichend = essen, bei Ath. XII, 530 f. – Med. δαίνυμαι ( conj. δαινύῃ Od. 8, 243; opt. δαινῠτο Il. 24, 665, vgl. Scholl. Herodian.; δαινύατο Od. 18, 248; impf. δαίνυο Il. 24, 63; ἐδαινύμην Eubul. Ath. II, 63 e; δαισάμενοι Odyss. 7, 188); sich bewirthen lassen, schmausen, VLL. εὖωχεῖσϑαι; absolut, Il. 15, 99; Her. 1, 211. 2, 100; Pind. I. 5, 36; δαῖτα Od. 3, 66; ἑκατόμβας Il. 9, 535; εἰλαπίνην Iliad. 23, 201; δαινύμενοι κρέα τ' ἄσπετα καὶ μέϑυ ἡδύ Odyss. 9, 162; κρέα Her. 3, 18 u. sonst; γάμον Archil. frg. 84; τράπεζαν δαίνυντο Theocr. 13, 38; Philostr. Uebertr., ἐχίδνης ἰὸς ἐδαίνυτο Soph. Tr. 782; δαίσασϑαι ἵμερον τέκνων El. 543, genießen; πυραὶ δαίσαντο φῶτας Pind. N. 9, 24; auch in Anth.
-
8 αὐτό-δαιτος
αὐτό-δαιτος (δαίνυμαι), τινός, selbst essend, Lycophr. 480.
-
9 καταδαινυμαι
-
10 μεταδαινυμαι
-
11 ἄδαιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄδαιτος
-
12 μεταδαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι, fut. μεταδαίσεται, aor. subj. μεταδαίσομαι: feast with, have a share in the feast, ἷρῶν, Il. 23.207.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεταδαίνυμαι
-
13 ἐνδαίνυμαι
-
14 μεταδαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι, mitschmausen, an einem Schmause Teil nehmen; mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Teil nehmen am Opferschmause -
15 παραδαίνυμαι
παρα-δαίνυμαι, speisen bei einem, τινί -
16 συνδαίνυμαι
συν-δαίνυμαι, mit od. zugleich essen -
17 καίνυμαι
Grammatical information: v.Meaning: `overcome, surpass, excel'.Other forms: in ἐκαίνυτο (γ 282, Hes. Sc. 4), ἀπε- (θ 127, 219; A. R. 2, 783), περι-καίνυται (Nic. Th. 38), act. ipv. καινύτω (Emp. 23, 9)Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Perhaps analogical from κέκασμαι (s. v.), κέκασται after δαίνυμαι, ἐδαίνυτο, which were connected with δέδασμαι, δέδασται (Brugmann, Grundr.1 2, 1012, Gramm.4 339). - Not with Wackernagel from *καίδ-νυμαι from a supposed *καιδ-νός \> καινός (s. v.); not with Osthoff ZGdP. 459f. from *καδνι̯ομαι.Page in Frisk: 1,754-755Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καίνυμαι
См. также в других словарях:
δαίνυμαι — δαίνυμι give a banquet pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι … Dictionary of Greek
καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… … Dictionary of Greek
καταδαίνυμαι — (Α) καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταδαίνυμαι — (Α) 1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.) 2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δαίνυμαι… … Dictionary of Greek
παραδαίνυμαι — ΜΑ τρώγω μαζί με κάποιον, συντρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
k̂ad-2 — k̂ad 2 English meaning: to shine, to flaunt Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen” Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην … Proto-Indo-European etymological dictionary