Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δαίμονας

См. также в других словарях:

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο 1. διάβολος, σατανάς, το πνεύμα του κακού:  Δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλό, γιατί έχει τον δαίμονα μέσα του. 2. μτφ., άνθρωπος καταχθόνιος, δόλιος και έξυπνος, διαβολεμένος: Σε όλη του την επιχειρηματική του ζωή υπήρξε σωστός δαίμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονᾷς — δαιμονάω to be under the power of a pres subj act 2nd sg δαιμονάω to be under the power of a pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνας — δαιμόνᾱς , δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • Αεσμά Νταέβα — (Δαίμονας της βίας).Πονηρός δαίμονας της αρχαίας περσικής θρησκείας. Προκαλούσε πολλά δεινά στους ανθρώπους και στα ζώα. Μερικοί ταυτίζουν τον Α.Ν. με τον Ασμοδαίο, αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες δεν παραδέχονται την ταύτιση αυτή, γιατί o… …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • бѣсъ — БѢС|Ъ (887), А с. Бес, нечистая сила: Пи˫аньство самовольныи бѣсъ. (ὁ δαίμων) Изб 1076, 265; радоуитасѩ. врача бол˫ащиимъ и бѣсомъ прогонителѩ. Стих 1156 1163, 73 об.; и ѡ(т)селѣ не имоуть ти никоѥ˫а же пакости створити лоукавии бѣси ЖФП XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»