Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαήσεαι

См. также в других словарях:

  • δαήσεαι — δάω learn fut ind mid 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»