-
1 Σήμος
-
2 Σῆμος
-
3 Σήμου
Σῆμοςmasc gen sg -
4 Σήμων
Σῆμοςmasc gen pl -
5 σῆμα
Grammatical information: n.Meaning: `sign, symbol, trait, omen, mark, character, feature, gravestone' (Il.).Other forms: Dor. σᾶμα.Compounds: Compp., e.g. σηματ-ουργός m. `mark maker' (A.); often as 2. member with regular transition in the o-stems, e.g. ἄ-σημος, Dor. ἄ-σᾱμος `without signs, unimpressed, unintelligible' (IA., Dor.), isolated ἀ-σήμων `id.' (S.), ἐπί-σημος, Dor. -ᾱ- `provided with a mark' (IA., Dor.), n. - ον `mark, weapon' (Ion. hell. a. late), also -α (Simon., A. a.o.; after σῆμα).Derivatives: 1. the adj. σημα-λέος `sending signs', surn. of Zeus (Paus.), - τόεις `full of gravestones' (AP). 2. the verbs a. σημαίνω, Dor. (Pamphyl.) σᾱμ-, often w. prefix, e.g. ἐπι-, ὑπο-, δια-, ἀπο-, `to give a sign, to denounce, to order' (Il.) with σημάν-τωρ, - τορος m. `commander, ruler, guide' (ep. Il.), des. of a military official (Hdt. 7, 81), `annunciator, announcing' (late poet.; on the meaning Aly Glotta 5, 58 ff.), - τήρ, - τήριον, - τρον, - τρίς, - τρια, - τικός, - σις, also σημασία f. `announcement etc.' (Arist., hell. a. late; Schwyzer 469); b. σηματίζομαι = σημαίνομαι (sch.). 3. Subst. a. dimin. σημάτιον n. (Eust.); b. σημ-εῖον, Ion. -ήϊον, Dor. σᾱμ- n. `sign, mark, standard, signal, signet' (IA., Dor.; as μνημ-εῖον: μνῆμ-α; s. on μιμνήσκω) with - ειώδης `noteworthy' (Arist., hell. a. late), - ειόομαι, - ειόω, also w. ἐπι- a. o., `to note, to notice; to provide with a seal' (Hp., Thphr., hell. a. late), from where - είωσις, - είωμα, - ειωτικός; c. σημ-εία (- έα, - αία) f. `standard, banner' (hell. a. late; after βασιλ-εία etc.; Schwyzer 469, 470 n. 6). 4. PN Σαμιχος m. (Boeot. inscr.) a.o.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The word seems an inherited word, but is without convincing etymology. After Brugmann (e.g. Grundr.1 II 348) identical with Skt. dhyā-man- n. `thought' (late lex.; to dhyā́-yati, -ti `think'); semantic. not really striking. E. Leumann (s. Schwyzer 322 n. 1) compares Sak. (North-Ar.) śśāma `sign'. -- From ἄσημον MPers. asēm `(uncoined) silver', NPers. sīm `(silver) thread'; cf. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.Page in Frisk: 2,695-696Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῆμα
-
6 Σήμον
-
7 Σῆμον
-
8 Σημ'
-
9 Σῆμ'
-
10 βραχύσημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύσημος
-
11 δεκάσημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάσημος
-
12 δελφινόσημος
δελφῑνό-σημος, ον,A bearing a dolphin as a device, Lyc.658.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελφινόσημος
-
13 διπλοσήμαντος
διπλο-σήμαντος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλοσήμαντος
-
14 δίσημος
II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H.III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14.IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίσημος
-
15 δωδεκάσημος
δωδεκά-σημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάσημος
-
16 εὐεπίσημος
εὐεπί-σημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίσημος
-
17 θαλασσόσημος
θᾰλασσό-σημος, ον,A = θαλασσοπόρφυρος, Tab. Defix.Aud.41 A1 (Megara, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσόσημος
-
18 κακόσημος
κᾰκό-σημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόσημος
-
19 Λακωνόσημος
Λᾰκωνό-σημος, ον,A with stripes in Laconian fashion, Poxy.114.7 (ii/iii A. D.), PTeb. 406.14 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λακωνόσημος
-
20 μακρόσημος
μακρό-σημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόσημος
См. также в других словарях:
Σῆμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμος — Έλληνας περιηγητής και γραμματικός, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Λέγεται πως ήταν από τη Δήλο, γι’ αυτό και αποκαλείται Δήλιος. Ωστόσο άλλοι τον αποκαλούν Ηλείο. Έχουν σωθεί μόνον αποσπάσματα από τα έργα του Περί Περγάμου, Περί Δήλου και Περί Πάρου … Dictionary of Greek
Σῆμον — Σῆμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμου — Σῆμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σήμων — Σῆμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόσημος — η, ο (Μ ἑτερόσημος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο 2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοι οι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι… … Dictionary of Greek
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
θεόσημος — θεόσημος, ον (Α) 1. αυτός που φανερώνει τη θέληση τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόσημον η θεοσημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σημος (< σήμα), πρβλ. ά σημος, επί σημος] … Dictionary of Greek
ιδιόσημος — ἰδιόσημος, ον (Α) αυτός που έχει ειδική, ξεχωριστή σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + σημος (< σήμα), πρβλ. εύ σημος, πολύ σημος] … Dictionary of Greek
κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… … Dictionary of Greek
μακρόσημος — μακρόσημος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει μακρύ γύρο, μακριά παρυφή, μακρύ κράσπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σῆμα (πρβλ. ά σημος, πολύ σημος)] … Dictionary of Greek