-
41 χιονο-βόλος
χιονο-βόλος, Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.
-
42 χαλκ-έμ-βολος
χαλκ-έμ-βολος, mit ehernem Schiffsschnabel, ναῦς Plut. Cim. 13.
-
43 χαλαζο-βόλος
χαλαζο-βόλος, mit Hagel werfend, hagelnd, νέφη Plut. an vit. suff. 5; – χαλαζόβολος, von Hagel getroffen, behagelt (?).
-
44 χονδρο-βόλος
χονδρο-βόλος, den Fußboden von kleinen Steinchen zusammensetzend, damit auslegend.
-
45 βραχυ-σύμ-βολος
βραχυ-σύμ-βολος, λάγυνος, zum Mahle wenig beisteuernd, M. Arg. 18 (IX, 229).
-
46 ξυστο-βόλος
ξυστο-βόλος, speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).
-
47 κρας-βόλος
κρας-βόλος, = κεραςβόλος, Hesych.
-
48 κρᾱταί-βολος
κρᾱταί-βολος, mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.
-
49 κρῑο-βόλος
κρῑο-βόλος, Widder tödtend; τελετή, Opfer zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 ( App. 239. 164).
-
50 γυιο-βόλος
γυιο-βόλος, die Glieder treffend, σπινϑήρ Nonn. 48, 59.
-
51 κυαμο-βόλος
κυαμο-βόλος, eine Bohne beim Abstimmen in das Stimmgefäß werfend, u. κυαμόβολος, durch Abstimmen mit Bohnen erwählt, Soph. frg. 271.
-
52 κυαν-έμ-βολος
κυαν-έμ-βολος, mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.
-
53 καρδιο-βόλος
καρδιο-βόλος, das Herz verwundend, auf das Herz oder den Magenmund wirkend, φάρμακα, Medic.
-
54 κατα-βόλος
κατα-βόλος, ὁ, ein Ort, wo Schiffe vor Anker gehen können, Rhede, Schol. Thuc. 1, 30 u. a. Sp.
-
55 κερας-βόλος
κερας-βόλος, auf das Horn werfend, σπέρμα, ὄσπρια, Theophr., von Hülsenfrüchten, die beim Kochen nicht weich werden, wie man meinte, weil sie beim Säen den Ochsen auf die Hörner gefallen waren; vgl. Plut. Symp. 7, 2. – Uebertr., ein harter, unbiegsamer Mensch, Plat. Legg. IX, 853 d u. Clem. Al., worüber Plut. a. a. O. zu vgl.
-
56 κεγχρο-βόλος
κεγχρο-βόλος, Hirse werfend, aussäend, Luc. V. H. 1, 13.
-
57 καλο-σύμ-βολος
καλο-σύμ-βολος, schön rathend, Procl.
-
58 καλλί-βολος
καλλί-βολος, ὁ, der schöne Wurf, Poll. 7, 204.
-
59 κορωνο-βόλος
κορωνο-βόλος, Krähen schießend; τὸ κορ., ein Werkzeug, etwa eine Schleuder, um Krähen u. andere Vögel zu schießen; ᾧ πτηνὰς ἠκροβόλιζε χένας Ep. ad. 667 (VII, 546).
-
60 εὐ-σύμ-βολος
εὐ-σύμ-βολος, 1) = Vor., εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Aesch. Ch. 168; τέρατα προφανῆ καὶ εὐσ. D. Cass. 40, 17. – 21 von guter Vorbedeutung, πρός τι, Plut. Demetr. 12; Ael. H. A. 3, 9. – 3) gut zum Verkehr, zum Umgange passend, ξένοισί τ' εὐξύμβολοι δίκαι Aesch. Suppl. 682; Xen. Mem. 2, 6, 5 von Freunden, umgänglich; vgl. Antiph. bei Harpocr. p. 90. – Adv., Poll. 5, 139.
См. также в других словарях:
βόλος — βόλος, ο και σβόλος, ο και σβόλι, το 1. μικρή μάζα από χώμα ή από άλλη ύλη: Καθώς σκάβαμε, βγάζαμε μεγάλους βόλους από χώμα. 2. στον πληθ., βόλοι παιδικό παιχνίδι που παίζεται με γυάλινες ή πήλινες μπίλιες: Τα παιδιά παίζουν βόλους εδώ και αρκετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόλος — throw with a casting net masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας … Dictionary of Greek
Βόλος — Sp Vòlas Ap Βόλος/Volos L Magnisijos nomo c., C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Volos — Βόλος Volos … Wikipedia Español
βόλω — βόλος throw with a casting net masc nom/voc/acc dual βόλος throw with a casting net masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολάζω — [βόλος] ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα … Dictionary of Greek
Αραβαντινού, Μαντώ — (Βόλος 1926 – 1998). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας (1967 74)… … Dictionary of Greek
Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… … Dictionary of Greek
Βαλαβάνη, Ελένη — (Βόλος 1922 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γερμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία. Είναι μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και του… … Dictionary of Greek